Ο Νικόλαος Γύζης ήταν ένα από τα έξι παιδιά του ξυλουργού Ονούφριου και της Μαργαρίτας Γύζη, το γένος Ψάλτη, που ζούσαν στο Σκλαβοχώρι της Τήνου. Γεννήθηκε το 1842. Το 1850, η οικογένειά του μετοίκησε στην Αθήνα και ο μικρός Νικόλαος άρχισε να παρακολουθεί μαθήματα στην Σχολή των Ωραίων Τεχνών (μετέπειτα Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών), αρχικά ως ακροατής και, από το 1854 έως το 1864, ως κανονικός σπουδαστής.
Το 1865 πήρε υποτροφία για την Ακαδημία του Μονάχου. Εκεί προσέγγισε σπουδαίους καλλιτέχνες, χάρη στην αμέριστη υποστήριξη του συμπατριώτη του Νικηφόρου Λύτρα. Ως σπουδαστής στο Μόναχο, ενστερνίσθηκε τις αρχές των Γερμανών δασκάλων του. Δημιουργώντας μεταξύ ιστορικού ρεαλισμού και ηθογραφίας, με σπάνια επιδεξιότητα, χαρακτηρίστηκε «γερμανικότερος των Γερμανών», κατακτώντας σημαντική θέση στη γερμανική ιστορία της τέχνης του 19ου αιώνα. Ολοκλήρωσε τις σπουδές του το 1871 και τον Απρίλιο του 1872 επέστρεψε στην Αθήνα, για να μετατρέψει το πατρικό του σπίτι σε ατελιέ. Απογοητευμένος όμως από τις συνθήκες της Ελλάδας, το 1874 εγκατέλειψε την Αθήνα και επέστρεψε στο Μόναχο. Το 1877 νυμφεύθηκε την Άρτεμη Νάζου, με την οποία απέκτησε τέσσερις κόρες και έναν γιο.
Το 1880 ανακηρύχθηκε σε επίτιμο μέλος της Ακαδημίας Καλών Τεχνών του Μονάχου και το 1888 εκλέχθηκε τακτικός καθηγητής στο ίδιο ίδρυμα. Το 1881 πέθανε η μητέρα του και έναν χρόνο μετά πέθανε και ο πατέρας του. Το 1895 επισκέφθηκε για τελευταία φορά την Ελλάδα, την οποία ποτέ δεν ξέχασε. Ζούσε με το βλέμμα του στραμμένο στην πατρίδα, δεν κατάφερε όμως να επιστρέψει. Πέθανε στο Μόναχο στις αρχές του 1901 από λευχαιμία. Λέγεται ότι τα τελευταία του λόγια ήταν: «Λοιπόν ας ελπίζωμεν και ας ζητούμεν να είμεθα εύθυμοι!» Η οικογένειά του παρέμεινε στο Μόναχο και μόνο ο γιος του, ο γλύπτης Τηλέμαχος Γύζης, εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα.Το 1865 πήρε υποτροφία για την Ακαδημία του Μονάχου. Εκεί προσέγγισε σπουδαίους καλλιτέχνες, χάρη στην αμέριστη υποστήριξη του συμπατριώτη του Νικηφόρου Λύτρα. Ως σπουδαστής στο Μόναχο, ενστερνίσθηκε τις αρχές των Γερμανών δασκάλων του. Δημιουργώντας μεταξύ ιστορικού ρεαλισμού και ηθογραφίας, με σπάνια επιδεξιότητα, χαρακτηρίστηκε «γερμανικότερος των Γερμανών», κατακτώντας σημαντική θέση στη γερμανική ιστορία της τέχνης του 19ου αιώνα. Ολοκλήρωσε τις σπουδές του το 1871 και τον Απρίλιο του 1872 επέστρεψε στην Αθήνα, για να μετατρέψει το πατρικό του σπίτι σε ατελιέ. Απογοητευμένος όμως από τις συνθήκες της Ελλάδας, το 1874 εγκατέλειψε την Αθήνα και επέστρεψε στο Μόναχο. Το 1877 νυμφεύθηκε την Άρτεμη Νάζου, με την οποία απέκτησε τέσσερις κόρες και έναν γιο.
Έργα του Νικόλαου Γύζη όπως «Τα αρραβωνιάσματα» και «Το κρυφό σχολειό», ξαναζωντανεύουν τη νεότερη ελληνική ιστορία. Από τα «θρησκευτικά» του έργα, ξεχωρίζουν το «Ιδού ο Νυμφίος έρχεται» και το «Ιουδίθ και Ολοφέρνης».
Ο Γύζης φιλοτέχνησε επίσης πορτρέτα της συζύγου, της μητέρας του και των παιδιών του.
Εικονογράφησε βιβλία και συμμετείχε σε πάρα πολλές ελληνικές και ευρωπαϊκές εκθέσεις στις περισσότερες από τις οποίες βραβεύτηκε. Μάλιστα, στην 8η Διεθνή Καλλιτεχνική Έκθεση του Γκλασπαλάστ (Glaspalast), τιμήθηκε με έκθεση έργων του μετά το θάνατό του.
Έργα του Νικόλαου Γύζη βρίσκονται στις συλλογές της Εθνικής Πινακοθήκης, της Πινακοθήκης Αβέρωφ, της Δημοτικής Πινακοθήκης Θεσσαλονίκης, της Τράπεζας της Ελλάδος, της Εθνικής Τράπεζας, της Alpha Bank, των ιδιωτών Πρόδρομου Εμφιετζόγλου και Μαριάννας Λάτση και σε άλλες ιδιωτικές συλλογές.
[Eπιμέλεια: Φώτης Δ. Κουτσουπιάς, για το artem.gr]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου