Κυριακή 9 Οκτωβρίου 2016

Ζωγράφοι της Καρδίτσας


Η καρδιτσιώτικη φύση και ο μόχθος της αγροτικής ζωής κατά τα προπολεμικά και μεταπολεμικά χρόνια, αποτέλεσαν ισχυρό έναυσμα καλλιτεχνικής δημιουργίας για πολλά τέκνα της καρδιτσιώτικης γης. Η πηγαία έμπνευση και το έμφυτο ταλέντο πολλών από αυτούς, αναδείχτηκαν μέσα από την απλότητα των έργων τους και τους κατέστησαν φημισμένους ανά την Ελλάδα και πέρα από τα σύνορά της. Πρώτο –για πολλούς λόγους-  αναφέρουμε τον Γιώργο Βαλταδώρο (1897-1930).
Ο Βαλταδώρος ήταν οπαδός της τεχνοτροπίας του κυβισμού. Πρωτοπόρος καλλιτέχνης για τη χώρα μας, παρά τη σύντομη ζωή του, υπήρξε επίσης ποιητής και διηγηματογράφος. Το έργα του χαρίστηκαν από τους κληρονόμους του στη Δημοτική Πινακοθήκη της Καρδίτσας.
Περισσότερο γνωστός στην Ελλάδα και στο εξωτερικό είναι ο Δημήτρης Γιολδάσης (1897 – 1993). Ο χρωστήρας του αποθανάτισε με μοναδικό τρόπο σε όλες της τις όψεις την καρδιτσιώτικη φύση και τη ζωή των ξωμάχων. Οι πίνακές του δωρήθηκαν από την κληρονόμο του κ. Στέλλα Γιολδάση στη Δημοτική Πινακοθήκη της Καρδίτσας, ενώ πολλοί βρίσκονται σε ιδιωτικές συλλογές.
Επίσης σπουδαίος Καρδιτσιώτης ζωγράφος είναι ο Κώστας Παύλου ή Πωλ (1914-1962), του οποίου οι πίνακες κοσμούν τη Δημοτική Πινακοθήκη Καρδίτσας και πολλές ιδιωτικές συλλογές. Ο Παύλου, αν και πέθανε νέος, σε ηλικία 48 ετών, άφησε σημαντικό έργο, κυρίως στην απεικόνιση τοπίων.
Τέταρτο, αλλά όχι τελευταίο στη σειρά των Καρδιτσιωτών ζωγράφων, αναφέρουμε το Γιώργο Γούλα. Το μεράκι του για τη ζωγραφική τον ώθησε να τη σπουδάσει, παρά τις αντιξοότητες. Διακρίθηκε στη ρεαλιστική απεικόνιση των θεσσαλικών τοπίων. Αγροτιά, άνθρωποι του μόχθου, παζάρια, αλλά και σκηνές από την κατοχή, προβάλουν μέσα από το έργο του Γιώργου Γούλα.
Οι μεγάλοι ζωγράφοι της Καρδίτσας, ένα μικρό δείγμα των οποίων μνημονεύτηκε εδώ, απαθανάτισαν  στους πίνακές τους την Ελλάδα της ψυχής τους και άνοιξαν το δρόμο σε πλειάδα σπουδαίων νεότερων ζωγράφων, οι οποίοι σήμερα στεγάζονται στον «Εικαστικό Όμιλο Καρδίτσας».
Επιμέλεια: Μαρία Ωραιοζήλη Κουτσουπιά [artem.gr]
πηγη: (Εγχειρίδιο τοπικής Ιστορίας)

Σάββατο 8 Οκτωβρίου 2016

Κώστας Πανιάρας, ένας ιδιοφυής & ανατρεπτικός ζωγράφος


 

“ Η αναγκαιότητα της τέχνης είναι περιστασιακή, έως ανύπαρκτη. Όταν κλείνει ένα θέατρο, ένα βιβλιοπωλείο ή μια γκαλερί, ούτε που θα το πάρουν χαμπάρι οι Αθηναίοι…”
Γεννήθηκε το 1934 στο Κιάτο. Μετά τα πρώτα μαθήματα ζωγραφικής από τον Θ. Λεκό σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών με δάσκαλο τον Γιάννη Μόραλη, ενώ παράλληλα παρακολουθούσε μαθήματα κοντά στην Ελένη Ζογγολοπούλου. Το 1956 πήγε στο Παρίσι, όπου σπούδασε λιθογραφία στην εκεί Σχολή Καλών Τεχνών, ζωγραφική με τον Andre Lhote και ψηφιδωτό και φρέσκο με τον Gino Severini. Στη γαλλική πρωτεύουσα παρέμεινε ως το 1975, με ενδιάμεσα ταξίδια στη Νέα Υόρκη, την Περσία και την Άπω Ανατολή, και στη συνέχεια επέστρεψε στην Ελλάδα.
Το 1956 ξεκίνησε την εκθεσιακή του δραστηριότητα, παρουσιάζοντας την πρώτη ατομική του έκθεση στην Αθήνα. Ακολούθησαν άλλες ατομικές, ορισμένες σε συνεργασία με τον Αλέξανδρο Ιόλα, και συμμετοχές σε ομαδικές στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Το 1984 οργανώθηκε αναδρομική παρουσίαση του έργου του στην Πινακοθήκη Πιερίδη. 
Στη ζωγραφική του, που αποτελείται από σαφείς ενότητες έργων, το χρώμα είναι το στοιχείο που κυριαρχεί και συντελεί στη δημιουργία συνθέσεων με μεγάλες επιφάνειες, ενώ η χρησιμοποίηση πτυχωτού πλαστικού σπάει την παραδοσιακή επιπεδότητα προσδίδοντας ανάγλυφη, κυματιστή υφή. Με την ίδια λογική χρησιμοποίησε το χρώμα και σε γλυπτικές συνθέσεις, επεμβαίνοντας στη φόρμα γνωστών κλασικών έργων και προκαλώντας μια διαφορετική ερμηνεία τους, καθώς και στις εγκαταστάσεις και τα γλυπτικά περιβάλλοντα που δημιουργεί και τα οποία συνδυάζουν τα βασικά στοιχεία της ζωγραφικής και της γλυπτικής του. 
«Αν με ρωτούσαν τι κέρδισα τόσα χρόνια από την πείρα μου, θα έλεγα χωρίς δισταγμό: τίποτα! Οι αποκτημένες γνώσεις στην τέχνη γίνονται αμέσως άχρηστες, σαν πεθαμένες. Η ζωγραφική δεν εξασφαλίζεται με αυτές. Ξανα-εφευρίσκεται κάθε μέρα», είχε πει σε συνέντευξή του στην Athens Voice το 2010, όπου είχε εκφράσει και την πικρία του για τη σχέση των Αθηναίων με την τέχνη: «Η αναγκαιότητα της τέχνης είναι περιστασιακή, έως ανύπαρκτη. Όταν κλείνει ένα θέατρο, ένα βιβλιοπωλείο ή μια γκαλερί, ούτε που θα το πάρουν χαμπάρι οι Αθηναίοι. Ένα μαγαζί με ρούχα ή ένα εστιατόριο της μόδας που κλείνει προξενεί αμηχανία. Κάτι σαν ένα μικρό κοινωνικό κενό...».
(Πηγή βιογραφικών στοιχείων: Εθνική Πινακοθήκη)
[Επιμέλεια: Αντρέ – Αντρέ]