Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 2013

Έλληνες Ζωγράφοι: Νικόλαος Γύζης

Ο Νικόλαος Γύζης ήταν ένα από τα έξι παιδιά του ξυλουργού Ονούφριου και της Μαργαρίτας Γύζη, το γένος Ψάλτη, που ζούσαν στο Σκλαβοχώρι της Τήνου. Γεννήθηκε το 1842. Το 1850, η οικογένειά του μετοίκησε στην Αθήνα και ο μικρός Νικόλαος άρχισε να παρακολουθεί μαθήματα στην Σχολή των Ωραίων Τεχνών (μετέπειτα Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών), αρχικά ως ακροατής και, από το 1854 έως το 1864, ως κανονικός σπουδαστής.
Το 1865 πήρε υποτροφία για την Ακαδημία του Μονάχου. Εκεί προσέγγισε σπουδαίους καλλιτέχνες, χάρη στην αμέριστη υποστήριξη του συμπατριώτη του Νικηφόρου Λύτρα.
Ως σπουδαστής στο Μόναχο, ενστερνίσθηκε τις αρχές των Γερμανών δασκάλων του. Δημιουργώντας μεταξύ ιστορικού ρεαλισμού και ηθογραφίας, με σπάνια επιδεξιότητα, χαρακτηρίστηκε «γερμανικότερος των Γερμανών», κατακτώντας σημαντική θέση στη γερμανική ιστορία της τέχνης του 19ου αιώνα.  Ολοκλήρωσε τις σπουδές του το 1871 και τον Απρίλιο του 1872 επέστρεψε στην Αθήνα, για να μετατρέψει το πατρικό του σπίτι  σε ατελιέ. Απογοητευμένος όμως από τις συνθήκες της Ελλάδας, το 1874 εγκατέλειψε την Αθήνα και επέστρεψε στο Μόναχο. Το 1877 νυμφεύθηκε την Άρτεμη Νάζου, με την οποία απέκτησε τέσσερις κόρες και έναν γιο.
Το 1880 ανακηρύχθηκε σε επίτιμο μέλος της Ακαδημίας Καλών Τεχνών του Μονάχου και το 1888 εκλέχθηκε τακτικός καθηγητής στο ίδιο ίδρυμα. Το 1881 πέθανε η μητέρα του και έναν χρόνο μετά πέθανε και ο πατέρας του. Το 1895 επισκέφθηκε για τελευταία φορά την Ελλάδα, την οποία ποτέ δεν ξέχασε. Ζούσε με το βλέμμα του στραμμένο στην πατρίδα, δεν κατάφερε όμως να επιστρέψει. Πέθανε στο Μόναχο στις αρχές του 1901 από λευχαιμία. Λέγεται ότι τα τελευταία του λόγια ήταν: «Λοιπόν ας ελπίζωμεν και ας ζητούμεν να είμεθα εύθυμοι!» Η οικογένειά του παρέμεινε στο Μόναχο και μόνο ο γιος του, ο γλύπτης Τηλέμαχος Γύζης, εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα.
Έργα του Νικόλαου Γύζη όπως «Τα αρραβωνιάσματα»  και «Το κρυφό σχολειό»,  ξαναζωντανεύουν τη νεότερη ελληνική ιστορία. Από τα «θρησκευτικά» του έργα, ξεχωρίζουν το «Ιδού ο Νυμφίος έρχεται» και το  «Ιουδίθ και Ολοφέρνης». 
 Ο Γύζης φιλοτέχνησε  επίσης πορτρέτα της συζύγου, της μητέρας του και των παιδιών του.
Εικονογράφησε βιβλία και συμμετείχε σε πάρα πολλές ελληνικές και ευρωπαϊκές εκθέσεις στις περισσότερες από τις οποίες βραβεύτηκε. Μάλιστα, στην 8η Διεθνή Καλλιτεχνική Έκθεση του Γκλασπαλάστ (Glaspalast), τιμήθηκε με έκθεση έργων του μετά το θάνατό του.
Έργα του Νικόλαου Γύζη βρίσκονται στις συλλογές της Εθνικής Πινακοθήκης, της Πινακοθήκης Αβέρωφ, της Δημοτικής Πινακοθήκης Θεσσαλονίκης, της Τράπεζας της Ελλάδος, της Εθνικής Τράπεζας, της Alpha Bank, των ιδιωτών Πρόδρομου Εμφιετζόγλου και Μαριάννας Λάτση και σε άλλες ιδιωτικές συλλογές.
[Eπιμέλεια: Φώτης Δ. Κουτσουπιάς, για το artem.gr]

Δευτέρα 18 Φεβρουαρίου 2013

Έλληνες Ζωγράφοι: Γεώργιος Δ. Κοσμαδόπουλος


Γεννήθηκε στο Βόλο το 1895. Σπούδασε ζωγραφική στην Σχολή Καλών Τεχνών της Λειψίας (Γερμανία) και στην Grande Chaumière του Παρισιού.
Παρουσίασε έργα του για πρώτη φορά το 1926. Το 1936 τιμήθηκε με το Αργυρό Μετάλλιο της Διεθνούς Εκθέσεως του Παρισιού. Συμμετείχε στην Μπιενάλε της Βενετίας (1934 και 1936) και σε πολλές πανελλήνιες  εκθέσεις.

Πορτρέτα, συνθέσεις και τοπία, αποτελούν τη θεματογραφία του καλλιτέχνη που «ξαναφτιάχνει τη φύση, όχι αντιγράφοντάς την δουλικά», αλλά αναδημιουργώντας το ωραίο, όπως το υπαγορεύει ο ψυχικός του κόσμος. Ξεφεύγοντας από τα γραφικά θέματα, με «καρδιά γεμάτη συμπάθεια για τους ταπεινούς βιοπαλαιστές», δημιούργησε «εξαίσιους συνθετικούς πίνακες, όπου το ανθρώπινο στοιχείο εξαίρεται με συγκινητική αλήθεια. Ρεαλισμός και ποίηση σμίγουν αρμονικά σ’ ένα αδιάσπαστο σύνολο».

Ο Κοσμαδόπουλος ακολούθησε  συνειδητά τον ιμπρεσιονισμό,  για τον οποίο πίστευε ότι «μιλά μια γλώσσα που εύκολα μπορεί να καταλάβει ο καθένας». Και ότι το κάθε έργο ζωγραφικής, γίνεται με αφορμή τον άνθρωπο, ο οποίος είναι και ο αποδέκτης του. Τη «γλώσσα» της μοντέρνας Τέχνης τη χαρακτήριζε «κάλπικη», αφού «δεν είναι Τέχνη αυτή που τοποθετεί τον άνθρωπο έξω από τα ενδιαφέροντα της».  Θεωρούσε ότι ο θεατής ενός έργου «καλείται να γευτεί τη συγκίνηση που δόνησε την ψυχή του καλλιτέχνη», καθώς και ότι «η πλήρης επαφή και κατανόηση μεταξύ καλλιτέχνη και θεατή, πραγματοποιεί την ανοδική προσπάθεια ενός λαού». 
Ο Γεώργιος Κοσμαδόπουλος πέθανε το 1967. Έργα του, υπογραμμένα πάντα ως «Cosm.», βρίσκονται στην Εθνική Πινακοθήκη, στην Πινακοθήκη του Δήμου Αθηναίων, του Δήμου Ροδίων, στις συλλογές Κουτλίδη, Λεβέντη, Κατσίγρα και σε άλλες δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές.
Πηγή: Βουτσινά Γιάννη, «56 Έλληνες ζωγράφοι μιλούν για την τέχνη τους», εκδ. Γκοβόστης, σελίδες 73-77.
[Eπιμέλεια: Φώτης Δ. Κουτσουπιάς, αντιπρόεδρος I.M.E.T. ARTEM.GR
]