Παρασκευή 23 Νοεμβρίου 2012

Έκθεση με αφορμή τα 100 χρόνια της ελεύθερης Θεσσαλονίκης

Ευχάριστη έκπληξη αποτέλεσε για τους φιλότεχνους η καινούρια έκδοση του Hellenic Auctions. Σε εποχή που η αγορά δημοπρασιών Τέχνης μοιάζει πραγματικά με «Τιτανικό σε φουρτούνα», η διοργάνωση της 15ης δημοπρασίας του δεν μπορεί παρά να βασίζεται στην αισιοδοξία για ένα καλύτερο αύριο. Όσο για το παρόν, ο οίκος δεν το αγνοεί. Αντίθετα. Προσαρμόζεται σ’ αυτό, όπως δείχνουν οι χαμηλές τιμές εκτίμησης και ασφάλειας. Απορρίπτει ψευδεπίγραφες «βιτρίνες» και σέβεται τους κανόνες.
Ο κατάλογος που πρόσφατα πήραμε στα χέρια μας είναι αναμφισβήτητα μια πρόκληση. Με αφορμή τα 100 χρόνια της ελεύθερης Θεσσαλονίκης, η οικογένεια του Δημήτρη Μειμάρογλου παρουσιάζει στην έκθεση όσα από τα έργα του παρέμειναν στην κατοχή της –τα υπόλοιπα κοσμούν το Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης. Και όχι μόνο. Ονόματα όπως Κόντογλου, Πεντζίκης, Παπαλουκάς, Μαλέας, Παπανάκος, Ακριθάκης, Φειδάκης, υπογράφουν πολλά από τα εκθέματα. 
 Η επιμονή του οίκου να θεωρεί την αγορά έργων Τέχνης ως μέρος της προσδοκώμενης ανάπτυξης, με την έκθεση αυτή φαίνεται απόλυτα δικαιολογημένη.       
Έκθεση: Electra Palace - Πέμπτη 29 Νοεμβρίου  και    Παρασκευή 30 Νοεμβρίου. 
Αντώνης Δ. Κουτσουπιάς Πρόεδρος Ι.Μ.Ε.Τ. ARTEM.GR

Πέμπτη 15 Νοεμβρίου 2012

Έλληνες Ζωγραφοι: Κωνσταντίνος Παρθένης

Ηγετική μορφή της Τέχνης

Γεννημένος στην Αλεξάνδρεια το 1878  από πατέρα έμπορο καπνού και μητέρα Ιταλίδα, ο Κωνσταντίνος Παρθένης είχε από μικρός κλίση στις τέχνες. Σπούδασε ζωγραφική στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Βιέννης (1895-1903) κοντά στον Γερμανό ζωγράφο Karl Dieffenbach. Το 1903 επέστρεψε στην Ελλάδα για να ασχοληθεί αρχικά με την αγιογραφία. Μελέτησε τη βυζαντινή τέχνη στο Δαφνί, στη Μακεδονία και την Κωνσταντινούπολη. Πίστευε ότι το Βυζάντιο προσέφερε στον ευρωπαϊκό πολιτισμό μια μεγάλη υπηρεσία: τη συνέχεια της αρχαίας ελληνικής τέχνης.
Αποτέλεσμα εικόνας για Παρθενης ζωγραφοςΟι τοιχογραφίες δύο ομώνυμων ναών του Αγίου Γεωργίου στον Πόρο και στο Κάιρο είναι έργα δικά του. Κατά τη διαμονή του στον Πόρο γνώρισε την Ιουλία Βαλσαμάκη, η μητέρα της οποίας ήταν από εύπορη οικογένεια της Κεφαλονιάς. Μετά τον γάμο τους το 1909, στο Αργοστόλι, έζησαν στο Παρίσι, στη Μονμάρτρη, όπου ο Παρθένης συμμετείχε με επιτυχία σε  εκθέσεις ζωγραφικής, ενώ εξοικειώθηκε με τις ζωγραφικές του Σεζάν, του Πικάσο και άλλων μεγάλων.  
  Λίγα χρόνια μετά μετοίκησε με την οικογένειά του στην Κέρκυρα. Εκεί υπέγραφε τα έργα του στα γαλλικά, δεχόταν επισκέψεις μελών της βασιλικής οικογένειας και επέκτεινε το ενδιαφέρον του για τη βυζαντινή τέχνη, όπως δείχνει η διαφοροποίηση στις απεικονίσεις των μορφών και στη χρωματική του κλίμακα.
   Εγκαταστάθηκε οριστικά στην Αθήνα το 1917, ταυτόχρονα με την επικράτηση του Βενιζέλου και των Φιλελευθέρων και πήρε μέρος στη ίδρυση της Ομάδας «Τέχνη», με στόχο την ανατροπή του συντηρητικού ακαδημαϊσμού.
Αποτέλεσμα εικόνας για Παρθενης ζωγραφος
  Το 1918 του ανατέθηκε η αγιογράφηση του ναού του Αγίου Αλεξάνδρου στο Παλαιό Φάληρο. Και εδώ, όπως και σε όλα τα έργα του, το ύφος του είναι αυστηρά προσωπικό. Πρέσβευε ότι «εις την τέχνην,  πρέπει να μαχώμεθα εναντίον κάθε ελλείψεως πρωτοτυπίας». Γι’ αυτό και ουδέποτε αντέγραψε διατυπωμένες και αποδεκτές υφολογικές πραγματώσεις, αλλά επιχείρησε σύνθεση αρχαιοελληνικών, βυζαντινών και νεωτεριστικών μορφοπλαστικών στοιχείων.
    Η φήμη του είχε ήδη αρχίσει να μεγαλώνει και οι διακρίσεις άρχισαν να πολλαπλασιάζονται. Με παρέμβαση του Βενιζέλου το 1930 διορίσθηκε καθηγητής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών. Κοντά του σπούδασαν σπουδαίοι ζωγράφοι  όπως ο Γ. Τσαρούχης και ο Ν. Εγγονόπουλος.
   Κατά τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940 ο Κωνσταντίνος Παρθένης μαζί με άλλους λογίους προσυπέγραψε την «έκκληση των Ελλήνων Διανοουμένων προς τους Διανοούμενους ολόκληρου του Κόσμου», καταγγέλλοντας την ιταλική επίθεση. Στην Κατοχή οι Γερμανοί πήγαν να επιτάξουν το σπίτι του, κοντά στην Ακρόπολη, αλλά σεβόμενοι το έργο του και τον ίδιο, αποχώρησαν. Τα χρόνια εκείνα η επαφή του με το κοινωνικό περιβάλλον ήταν δυσχερής. Την ημέρα της απελευθέρωσης ανέβηκε στην ταράτσα του σπιτιού του κι ύψωσε μια τεράστια γαλανόλευκη.
   Το 1947 παραιτήθηκε από τη θέση του Καθηγητή, μη μπορώντας να συμβιβαστεί με τον συντηρητισμό της Σχολής.
Αποτέλεσμα εικόνας για Παρθενης ζωγραφοςΣτα τέλη της δεκαετίας του 1950, η ανάπλαση της Αθήνας προέβλεπε την κατεδάφιση του σπιτιού του, που είχε σχεδιαστεί από τον ίδιο τον ιδιοκτήτη του και τον Δ. Πικιώνη το 1925. Όταν ο υφυπουργός Οικισμού διέταξε αναγκαστική απαλλοτρίωση και βίαιη έξωση του ζωγράφου, εκείνος απείλησε να αυτοπυρποληθεί μαζί με τα έργα του και η κατεδάφιση αναβλήθηκε για μετά τον θάνατό του.
   Προς το τέλος της ζωής του έπαθε παράλυση και σταμάτησε κάθε δραστηριότητα, αρνούμενος να εκθέσει ή να πουλήσει, παρά την ένδεια που βίωνε. Πέθανε το 1967.
   Ο Κωνσταντίνος Παρθένης παρέμεινε «ένας μύθος, μια ιερή μορφή και ευαίσθητη προσωπικότητα, θύμα των δύσκολων καιρών και σχέσεων».
   Η ελληνικότητα των έργων του και η επίδρασή του στις κατοπινές γενιές των Ελλήνων ζωγράφων τον κατατάσσει στους διαμορφωτές της «Γενιάς του '30». Έργα του  βρίσκονται στην Εθνική Πινακοθήκη, στην Πινακοθήκη του Δήμου Αθηναίων και σε δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Τα τελευταία χρόνια, το ενδιαφέρον του κοινού για τον Παρθένη έχει αναζωπυρωθεί και πίνακές του πωλούνται σε υψηλές τιμές στις διεθνείς δημοπρασίες.
[επιμ. Φώτης Δ. Κουτσουπιάς  για το artem.gr]

Δευτέρα 12 Νοεμβρίου 2012

Έλληνες Ζωγράφοι: Αλέξης Ακριθάκης

Ο Αλέξης Ακριθάκης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1939. Η μητέρα του, Ρενέ Στάντζου, βαυαρή, ήταν η ιδιοκτήτρια οίκου ραπτικής. Ο πατέρας του Αντώνης ήταν πρόσφυγας. Παιδί δημιουργικό ο Αλέξης, αλλά ατίθασο, αδυνατούσε να προσαρμοστεί στους κανόνες της σχολικής πειθαρχίας. Γνωρίζοντας όμως πνευματικούς ανθρώπους σαν τον Σαχτούρη, τον Εμπειρίκο, τον Ταχτσή, τον Μακρή, μεταμορφώθηκε σε ιδιαίτερα δεκτικό μαθητή που ανακάλυπτε την παραμελημένη κλίση του: Τα σχέδια με μολύβι και έντονα χρώματα. Ρομαντικός, αντισυμβατικός, με μια εγγενή διάθεση για περιπέτεια και μια συγκινητική παιδικότητα, καταιγιστικός και ονειροπόλος, παρορμητικός και επίμονος αναζητητής εμπειριών, πίστεψε από πολύ νωρίς ότι η ζωγραφική δεν είναι γνώση, αλλά παρατήρηση της ζωής.  «Από πολύ μικρός είχα το ψώνιο της ζωγραφικής. Ημουνα σίγουρος πως μία μέρα θα γινόμουνα ζωγράφος. ‘Οπως άλλα παιδιά φτιάχνουν ιστορίες με λέξεις, εγώ έφτιαχνα ιστορίες με εικόνες. Ευτυχώς, το ένστικτό μου δε λάθεψε...».


Στο Παρίσι πήγε το 1957, αλλά η εγγραφή στην Ακαδημία της Γκραν Σομιέρ ήταν μάλλον τυπική. Περισσότερο τον ενδιέφερε να «συλλαβίσει» την τέχνη μέσα από τη ζωή.
Επέστρεψε στην Αθήνα το 1961 για να παρουσιαστεί στον στρατό. Το 1963, παντρεύτηκε την παιδική του φίλη Γιάννα Κυριαζή και έκανε την πρώτη του ατομική έκθεση στη Θεσσαλονίκη. Ο γάμος σύντομα διαλύθηκε, αλλά η έκθεση γνώρισε επιτυχία. Δύο χρόνια μετά εκθέτει για πρώτη φορά τη δουλειά του στην Αθήνα.
Το 1967, έπειτα από πρόσκληση του Ευρωπαϊκού Κέντρου πηγαίνει στο Βερολίνο και παρουσιάζει έργα του με πρωτοφανή επιτυχία. Η αποδοχή της δουλειάς του συμπίπτει χρονικά με τη γνωριμία της γυναίκας του Φώφης. Παράλληλα, κερδίζει την υποτροφία της Γερμανικής Υπηρεσίας Ακαδημαϊκών Ανταλλαγών και εγκαθίσταται οικογενειακώς στο Βερολίνο μέχρι το 1984.
Πραγματοποιεί ατομικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό (Βερολίνο, Αμβούργο, Μόναχο, Τορίνο, Γενεύη), ενώ συμμετέχει σε σημαντικές ομαδικές παρουσιάσεις στην Ευρώπη.
Λουλούδια, πουλιά, βαλίτσες, καρδιές, βέλη, ρόδες και σημαίες συναποτελούν το μαγικό ποιητικό σύμπαν του Ακριθάκη, με φωτεινά χρώματα που αποθεώνουν την ιδέα της ζωής, ενώ υποκρύπτουν τη βαθιά και αναπόδραστη -όπως θα αποδεικνυόταν- μελαγχολία του. Εισέρχεται στον κόσμο των ναρκωτικών, ολοταχώς και χωρίς ενδοιασμούς -όπως άλλωστε συνήθιζε να κάνει με ο,τιδήποτε: Η αντίστροφη μέτρηση είχε αρχίσει.
Το 1984 ξαναγυρνά στην Ελλάδα. Προσπαθεί να απέχει από τις εξαρτήσεις και το αλκοόλ, ενώ συνεχίζει να δουλεύει. Δημιουργεί έναν πολύχρωμο μικρόκοσμο γεμάτο από αρχετυπικά σύμβολα και εικόνες παρμένες από προσωπικές εμπειρίες. Διοργανώνει εκθέσεις, παρά τα νοσοκομεία και τις αλλεπάλληλες κρίσεις. Η επιδείνωση της υγείας του βέβαια μείωσε την εικαστική παραγωγή του, η οποία περιορίστηκε σε μεγεθύνσεις λεπτομερειών παλαιότερων έργων του, σε φιγούρες τροφίμων του Δρομοκαΐτειου ψυχιατρείου και σε μια σειρά με θέμα τα λουλούδια, την οποία αφιέρωνε «στους αυτόχειρες φίλους του».
Πέθανε στις 19 Σεπτεμβρίου 1994. Το 2003 στο Βερολίνο, στη Neue Nationalgalerie, παρουσιάστηκαν έργα του αντικριστά με του Πικάσο, ως μια  «ξεχωριστή μορφή του ύστερου μοντερνισμού στην Ευρώπη». Ο ίδιος είχε αποφανθεί, προφανώς περιαυτολογώντας: «Η μόνη τροφή της τέχνης είναι η ίδια η ζωή».
[Επιμέλεια: Αντώνης Δ. Κουτσουπιάς, Δ/ντης Ι.Μ.Ε.Τ.  artem.gr]

Παρασκευή 2 Νοεμβρίου 2012

Έλληνες Ζωγράφοι: Γιώργος Σιώζος

 Ο ζωγράφος Γιώργος Σιώζος γεννήθηκε στους Μελιγγούς των Ιωαννίνων το 1949. Σπούδασε στην Παιδαγωγική Ακαδημία της Σχολής Βελλάς Ιωαννίνων. Από πολύ νωρίς όμως στράφηκε στην τέχνη. Διδάχτηκε προοπτική και σχέδιο από το γνωστό γλύπτη Παύλο Βρέλλη και πραγματοποίησε την πρώτη του ατομική έκθεση το 1975 στη Λάρισα. Από τότε πραγματοποίησε άλλες 55 ατομικές εκθέσεις και πολλές ομαδικές, στις μεγάλες πόλεις της Ελλάδας και στο εξωτερικό (Βουλγαρία, Γερμανία, Λουξεμβούργο, Αυστραλία).   Τα ζωντανά χρώματα των έργων του, με χρήση κυρίως των βασικών χρωμάτων, οι συνθέσεις σε εξωτερικούς χώρους και η έμφαση στην αναπαράσταση του φωτός, παραπέμπουν σε ιμπρεσιονιστικές τάσεις, προκαλώντας άμεση εντύπωση στο θεατή. 
Ο Γιώργος Σιώζος ζει και εργάζεται στη Θεσσαλονίκη. Μέλος του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδος από το ξεκίνημα ήδη της καριέρας του, έγινε και μέλος του Συλλόγου Καλλιτεχνών Εικαστικών Τεχνών Βορείου Ελλάδος το 1991.
Έργα του υπάρχουν σε Δημοτικές Πινακοθήκες της Ελλάδας, στο Υπουργείο Γεωργίας, στην Πινακοθήκη Μακεδονικών Σπουδών Θεσσαλονίκης, στον Οργανισμό Ελληνικών Γεωργικών Ασφαλίσεων (ΕΛ.ΓΑ), σε Συλλόγους, Επιμελητήρια και σε πολλές ιδιωτικές συλλογές στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. 
[επιμέλεια: Μιχ. Δ. Κουτσουπιάς, Ι.Μ.Ε.Τ. artem.gr]