Γεννήθηκε στο Βόλο το 1895. Σπούδασε ζωγραφική στην Σχολή Καλών Τεχνών της Λειψίας (Γερμανία) και στην Grande Chaumière του Παρισιού.
Παρουσίασε έργα του για πρώτη φορά το 1926. Το 1936 τιμήθηκε με το Αργυρό Μετάλλιο της Διεθνούς Εκθέσεως του Παρισιού. Συμμετείχε στην Μπιενάλε της Βενετίας (1934 και 1936) και σε πολλές πανελλήνιες εκθέσεις.
Πορτρέτα, συνθέσεις και τοπία, αποτελούν τη θεματογραφία του καλλιτέχνη που «ξαναφτιάχνει τη φύση, όχι αντιγράφοντάς την δουλικά», αλλά αναδημιουργώντας το ωραίο, όπως το υπαγορεύει ο ψυχικός του κόσμος. Ξεφεύγοντας από τα γραφικά θέματα, με «καρδιά γεμάτη συμπάθεια για τους ταπεινούς βιοπαλαιστές», δημιούργησε «εξαίσιους συνθετικούς πίνακες, όπου το ανθρώπινο στοιχείο εξαίρεται με συγκινητική αλήθεια. Ρεαλισμός και ποίηση σμίγουν αρμονικά σ’ ένα αδιάσπαστο σύνολο».
Ο Κοσμαδόπουλος ακολούθησε συνειδητά τον ιμπρεσιονισμό, για τον οποίο πίστευε ότι «μιλά μια γλώσσα που εύκολα μπορεί να καταλάβει ο καθένας». Και ότι το κάθε έργο ζωγραφικής, γίνεται με αφορμή τον άνθρωπο, ο οποίος είναι και ο αποδέκτης του. Τη «γλώσσα» της μοντέρνας Τέχνης τη χαρακτήριζε «κάλπικη», αφού «δεν είναι Τέχνη αυτή που τοποθετεί τον άνθρωπο έξω από τα ενδιαφέροντα της». Θεωρούσε ότι ο θεατής ενός έργου «καλείται να γευτεί τη συγκίνηση που δόνησε την ψυχή του καλλιτέχνη», καθώς και ότι «η πλήρης επαφή και κατανόηση μεταξύ καλλιτέχνη και θεατή, πραγματοποιεί την ανοδική προσπάθεια ενός λαού».
Παρουσίασε έργα του για πρώτη φορά το 1926. Το 1936 τιμήθηκε με το Αργυρό Μετάλλιο της Διεθνούς Εκθέσεως του Παρισιού. Συμμετείχε στην Μπιενάλε της Βενετίας (1934 και 1936) και σε πολλές πανελλήνιες εκθέσεις.
Πορτρέτα, συνθέσεις και τοπία, αποτελούν τη θεματογραφία του καλλιτέχνη που «ξαναφτιάχνει τη φύση, όχι αντιγράφοντάς την δουλικά», αλλά αναδημιουργώντας το ωραίο, όπως το υπαγορεύει ο ψυχικός του κόσμος. Ξεφεύγοντας από τα γραφικά θέματα, με «καρδιά γεμάτη συμπάθεια για τους ταπεινούς βιοπαλαιστές», δημιούργησε «εξαίσιους συνθετικούς πίνακες, όπου το ανθρώπινο στοιχείο εξαίρεται με συγκινητική αλήθεια. Ρεαλισμός και ποίηση σμίγουν αρμονικά σ’ ένα αδιάσπαστο σύνολο».
Ο Κοσμαδόπουλος ακολούθησε συνειδητά τον ιμπρεσιονισμό, για τον οποίο πίστευε ότι «μιλά μια γλώσσα που εύκολα μπορεί να καταλάβει ο καθένας». Και ότι το κάθε έργο ζωγραφικής, γίνεται με αφορμή τον άνθρωπο, ο οποίος είναι και ο αποδέκτης του. Τη «γλώσσα» της μοντέρνας Τέχνης τη χαρακτήριζε «κάλπικη», αφού «δεν είναι Τέχνη αυτή που τοποθετεί τον άνθρωπο έξω από τα ενδιαφέροντα της». Θεωρούσε ότι ο θεατής ενός έργου «καλείται να γευτεί τη συγκίνηση που δόνησε την ψυχή του καλλιτέχνη», καθώς και ότι «η πλήρης επαφή και κατανόηση μεταξύ καλλιτέχνη και θεατή, πραγματοποιεί την ανοδική προσπάθεια ενός λαού».
Ο Γεώργιος Κοσμαδόπουλος πέθανε το 1967. Έργα του, υπογραμμένα πάντα ως «Cosm.», βρίσκονται στην Εθνική Πινακοθήκη, στην Πινακοθήκη του Δήμου Αθηναίων, του Δήμου Ροδίων, στις συλλογές Κουτλίδη, Λεβέντη, Κατσίγρα και σε άλλες δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές.
Πηγή: Βουτσινά Γιάννη, «56 Έλληνες ζωγράφοι μιλούν για την τέχνη τους», εκδ. Γκοβόστης, σελίδες 73-77.
[Eπιμέλεια: Φώτης Δ. Κουτσουπιάς, αντιπρόεδρος I.M.E.T. ARTEM.GR]
Πηγή: Βουτσινά Γιάννη, «56 Έλληνες ζωγράφοι μιλούν για την τέχνη τους», εκδ. Γκοβόστης, σελίδες 73-77.
[Eπιμέλεια: Φώτης Δ. Κουτσουπιάς, αντιπρόεδρος I.M.E.T. ARTEM.GR]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου