Κατά το τέλος του 19ου αιώνα, το Παρίσι αρχίζει να υποκαθιστά το Μόναχο στις προτιμήσεις των Ελλήνων καλλιτεχνών, καθώς έβαζε σε προτεραιότητα την υποκειμενικότητα του καλλιτέχνη και την ελευθερία των χειρισμών του.
Αρχή των μεταβολών αποτέλεσε η είσοδος του ιμπρεσιονισμού, η μεταφύτευση του οποίου στην Ελλάδα, παρά τα εγγενή προβλήματα, είχε ευρύτατη διάδοση και μακρόχρονη διάρκεια.
Η αλλαγή που θα επέλθει στη διδασκαλία της Σχολής Καλών Τεχνών οφείλεται κυρίως στον Νικόλαο Λύτρα (1883-1927), γιο του Νικηφόρου Λύτρα, και τον Κωνσταντίνο Παρθένη (1878-1967). Ο πρώτος εισήγαγε ένα ελεύθερο εκφραστικό σχέδιο, επενδεδυμένο με παχύ στρώμα χρώματος που παραπέμπει στους Fauves και τους Γερμανούς εξπρεσιονιστές, ο δεύτερος, γνώστης της ελληνικής παράδοσης και μέτοχος των γαλλικών κινημάτων της καμπής του αιώνα, αφομοίωσε την πρωτοπορία διατηρώντας εκπληκτική ισορροπία μεταξύ των εξωγενών επιδράσεων και της προσωπικής έκφρασης.
To στιβαρό και λιτό ύφος του Κωνσταντίνου Μαλέα (1879-1928), η τάση του να συμπτύσσει λεπτομέρειες σε μεγάλες επιφάνειες, περικλειόμενες από βαρύ περίγραμμα, τα επίπεδα χρώματα και η ποιητικότητα των συνθέσεών του τον κατέστησαν, μαζί με τον Παρθένη και τον Παπαλουκά (1892-1957), ηγετική μορφή της ζωγραφικής του 20ού αιώνα.
Αρχή των μεταβολών αποτέλεσε η είσοδος του ιμπρεσιονισμού, η μεταφύτευση του οποίου στην Ελλάδα, παρά τα εγγενή προβλήματα, είχε ευρύτατη διάδοση και μακρόχρονη διάρκεια.
Η αλλαγή που θα επέλθει στη διδασκαλία της Σχολής Καλών Τεχνών οφείλεται κυρίως στον Νικόλαο Λύτρα (1883-1927), γιο του Νικηφόρου Λύτρα, και τον Κωνσταντίνο Παρθένη (1878-1967). Ο πρώτος εισήγαγε ένα ελεύθερο εκφραστικό σχέδιο, επενδεδυμένο με παχύ στρώμα χρώματος που παραπέμπει στους Fauves και τους Γερμανούς εξπρεσιονιστές, ο δεύτερος, γνώστης της ελληνικής παράδοσης και μέτοχος των γαλλικών κινημάτων της καμπής του αιώνα, αφομοίωσε την πρωτοπορία διατηρώντας εκπληκτική ισορροπία μεταξύ των εξωγενών επιδράσεων και της προσωπικής έκφρασης.
To στιβαρό και λιτό ύφος του Κωνσταντίνου Μαλέα (1879-1928), η τάση του να συμπτύσσει λεπτομέρειες σε μεγάλες επιφάνειες, περικλειόμενες από βαρύ περίγραμμα, τα επίπεδα χρώματα και η ποιητικότητα των συνθέσεών του τον κατέστησαν, μαζί με τον Παρθένη και τον Παπαλουκά (1892-1957), ηγετική μορφή της ζωγραφικής του 20ού αιώνα.
Ο Σπύρος Παπαλουκάς,τοπιογράφος, αγιογράφος αλλά και σπουδαστής της τέχνης των Nabis, συνέδεσε με τόλμη και πειστικότητα τη βυζαντινή αγιογραφία και τα μεταϊμπρεσιονιστικά ρεύματα.
Επίσης, η ελληνική παράδοση, από την αρχαιότητα έως τη νεώτερη εκδοχή της, η λαϊκή τέχνη, αλλά και η γαλλική πρωτοπορία των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα, συμβιούν, θαυμάσια αφομοιωμένες, στο έργο του Αγήνορα Αστεριάδη (1898-1977).
Οι καλλιτέχνες που γεννήθηκαν κατά την καμπή του αιώνα και τα πρώτα χρόνια του 20ού είναι γνωστοί ως η «Γενιά του ’30». Ανδρώθηκαν κατά την περίοδο του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, μερικοί έλαβαν μέρος στην ατυχή για την Ελλάδα εκστρατεία στη Μικρά Ασία και βίωσαν τη Μικρασιατική Καταστροφή (1922). Όσον αφορά τον καλλιτεχνικό προσανατολισμό τους, είναι σαφές ότι αποδέχονται τις νέες ευρωπαϊκές τάσεις. Χάρη σ’ αυτούς, ένα πλήθος νέων ρευμάτων (φωβισμός, εξπρεσιονισμός, κυβισμός, μεταφυσική ζωγραφική, αφαίρεση, σουρεαλισμός κ.ά.) εισδύει στη χώρα και επηρεάζει την τέχνη. Τα ρεύματα αυτά, αφού διέλθουν μια περίοδο προσαρμογής, θα αποβούν εικαστικά ιδιώματα της πρώτης πεντηκονταετίας.
Επίσης, η ελληνική παράδοση, από την αρχαιότητα έως τη νεώτερη εκδοχή της, η λαϊκή τέχνη, αλλά και η γαλλική πρωτοπορία των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα, συμβιούν, θαυμάσια αφομοιωμένες, στο έργο του Αγήνορα Αστεριάδη (1898-1977).
Οι καλλιτέχνες που γεννήθηκαν κατά την καμπή του αιώνα και τα πρώτα χρόνια του 20ού είναι γνωστοί ως η «Γενιά του ’30». Ανδρώθηκαν κατά την περίοδο του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, μερικοί έλαβαν μέρος στην ατυχή για την Ελλάδα εκστρατεία στη Μικρά Ασία και βίωσαν τη Μικρασιατική Καταστροφή (1922). Όσον αφορά τον καλλιτεχνικό προσανατολισμό τους, είναι σαφές ότι αποδέχονται τις νέες ευρωπαϊκές τάσεις. Χάρη σ’ αυτούς, ένα πλήθος νέων ρευμάτων (φωβισμός, εξπρεσιονισμός, κυβισμός, μεταφυσική ζωγραφική, αφαίρεση, σουρεαλισμός κ.ά.) εισδύει στη χώρα και επηρεάζει την τέχνη. Τα ρεύματα αυτά, αφού διέλθουν μια περίοδο προσαρμογής, θα αποβούν εικαστικά ιδιώματα της πρώτης πεντηκονταετίας.
Εντούτοις, η σπουδαιότητα των πρώτων δεκαετιών δεν έγκειται μόνο σε τούτο ήταν άλλωστε φυσικό να συμβεί, αφού οι περισσότεροι καλλιτέχνες σπούδασαν σε ευρωπαϊκά εργαστήρια – αλλά και στο ότι πραγματεύθηκαν τη θεματική του ελληνικού χώρου με ελευθερία και υποκειμενικότητα, όχι μόνο απέναντι σε ό,τι πρότεινε η πραγματικότητα, αλλά και απέναντι στις διάφορες τεχνοτροπικές τάσεις. Αυτό δε που εκτιμούμε στο έργο τους είναι ο βαθμός διαφοροποιήσεώς τους και η προσωπική κατάκτηση. Ο βίος και η τέχνη του Ελληνισμού – λόγια και λαϊκή – επανέρχονται στο προσκήνιο ως πρότυπο με το οποίο θα διαλλαγεί η σύγχρονη τέχνη.
Κατά το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα η ελληνική ζωγραφική έχει εδραιώσει τη θέση της στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής τέχνης. Έλληνες καλλιτέχνες εκθέτουν συχνά σε ευρωπαϊκές και αμερικανικές πόλεις και έργα τους κοσμούν ξένα μουσεία. Κατά το διάστημα τούτο, αθρόα είναι η εμφάνιση πολλών ταλαντούχων ζωγράφων, ενώ τάσεις και ρεύματα της τέχνης, προερχόμενα από την Ευρώπη και την Αμερική, υιοθετούνται και δημιουργικά αφομοιώνονται. Υπό το πρίσμα αυτό πρέπει να αντιμετωπισθεί η τέχνη του Παπαλουκά, του Σπύρου Βασιλείου (1902/1903-1985) και του Γιάννη Τσαρούχη (1910-1989).
[Πηγή: zografi-yannisstavrou.blogspot.com]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου