Το λαϊκό στοιχείο αντιπροσωπεύει μια θεμελιακή αξία ζωής. Είναι η επικοινωνία με τους άλλους, τους πολλούς. Με την παράδοση και με τις κοινές αντιλήψεις της κοινωνίας που ζούμε, είναι επίσης η αγωνία μήπως χαθούν τα "δικά μας, τα οικεία, πράγματα" σε μια εποχή ραγδαίων αλλαγών. Είναι η ανασφάλεια μιας παραδοσιακής κοινωνίας όταν μεταμορφώνεται σε σύγχρονη, διεθνή. Κι αυτό το στοιχείο το βρίσκουμε σε κάθε εποχή της νεοελληνικής ζωγραφικής, από την αρχή της ως σήμερα, με διάφορες μορφές και σε διάφορους βαθμούς γνησιότητας. Στους ζωγράφους της Σχολής του Μονάχου (Κ.Βολανάκης, Ν. Γύζης, Νικηφ. Λύτρας κ.ά.) του 19ου αιώνα υπήρχε στα ηθογραφικά θέματα (genre), στις σκηνές εξιδανικευμένης καθημερινότητας από τα ήθη και έθιμα του τόπου, έστω και σε βαυαρέζικη εικαστική αντίληψη. Στους γενάρχες της ελληνικής ζωγραφικής του 20ού αι., το βρίσκουμε στην τυποποίηση της ανθρώπινης φιγούρας από τον μεγαλοιδεάτη Κ.Παρθένη, κατά το βυζαντινό πρότυπο και, κατεξοχήν, στον Φ.Κόντογλου. Στον λαϊκό Θεόφιλο, είναι ολόκληρη η αιτία που γεννά την ζωγραφική του. Σ' όσους ζωγράφους ωριμάζουν στον μεσοπόλεμο, είναι απαραίτητο συμπλήρωμα στην επιδίωξή τους για "ελληνικότητα".
Στον Σπ. Βασιλείου, που κινείται στο δρομολόγιο της ηθογραφίας γίνεται κύριο θέμα για πενήντα χρόνια: Σπίτια που γκρεμίζονται στην μεταπολεμική Αθήνα, άνθρωποι σε σκηνές καθημερινότητας στον δρόμο, "η θέα μιας Ελλάδας που αλλάζει συνέχεια". Στον Γ. Τσαρούχη είναι τα αδρά χαρακτηριστικά των λαϊκών προσώπων, που τα διερευνά σαν ψυχικό τοπίο, όπως πενήντα χρόνια πρίν έκανε ο Κ. Μαλέας με το ελληνικό τοπίο. Στα εθνικά-αντιστασιακά θέματα της δύσκολης περιόδου 1940-49, κυριαρχεί επίσης. Στη θεματογραφία του Αλ. Φασιανού απ' την λαϊκή γειτονιά, το ίδιο. Μαζί μ' αυτούς, οι Γ. Μιγάδης, Γ.Μανουσάκης, Γ.Σικελιώτης, Α.Φωκάς, και δεκάδες άλλοι. Ακόμη και στους πρόμαχους της κοινωνικής κριτικής (Χρ. Μπότσογλου, Γ. Ψυχοπαίδης, Κ. Κατζουράκης κ.ά.) όταν ζωγραφίζουν την ραπτομηχανή της μητέρας τους ή εργάτες με σηκωμένες γροθιές, πριν είκοσι χρόνια. Το λαϊκό στοιχείο περνά ακόμη, έστω κι άν έχει πια άλλο λεξιλόγιο μορφών, στην καπνοπαραγωγή του Π. Χαραλάμπους ή στα εκκλησιαστικά μανουάλια του Μ. Σπηλιόπουλου.
Ποιά η σχέση αυτής της λαϊκότητας με το κοινό στις μεταπολεμικές δεκαετίες και πως διαμορφώνει την ανταγωνιστική αγορά της; Από ιστορική άποψη, έχουμε τρείς περιόδους έξαρσης στην εικαστική αγορά, με αντίστοιχο πολλαπλασιασμό της προσφοράς, καθώς το θέμα γίνεται συρμός. Τα μέσα του 19ου αι. (αναπόληση της λαϊκής ζωής από τους λίγους αστικοποιούμενους Αθηναίους) , τα χρόνια 1912-22 (εθνικοί πόλεμοι, ενσωμάτωση εξωελλαδικών τμημάτων ελληνισμού στον εθνικό κορμό) και τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες (όταν υπάρχει αυξημένη συσσώρευση πληθυσμού στο μικροαστικό περιβάλλον και τα συνεπακόλουθα συναισθήματα ψυχικής αποστέρησης η νοσταλγίας). Οι ζωγράφοι (και οι διανοούμενοι, γενικότερα) συγκινούνται κι αυτοί από το κλίμα της εποχης και το ενσωματώνουν στη δουλειά τους. Συχνά το εκμεταλλεύονται (λαϊκισμός).
Περίοδοι υποχώρησης στην ζήτηση τέτοιων έργων είναι τα χρόνια έντονης επαφής με τον διεθνή χώρο (π.χ. μέσα δεκαετίας 1950, η 1974 και μετά), και περίοδος εκ των υστέρων μεγάλης ζήτησης, η δεκαετία του 1980. Προκειμένου για έναν έμπειρο καλλιτέχνη, η περίοδος αυτή κάμψης συνήθως προεξαγγέλει νέα δημιουργική περίοδο (νέο τεχνοτροπικό στύλ,ή, συνήθως, μετεξέλιξη του προηγουμένου με οριακή διαφοροποίηση θέματος η τεχνοτροπίας) με στόχο την διατήρηση του διακριτικού γνωρίσματος. Οι τεχνικές αυτές, γνωστές ήδη στους ζωγράφους από τον 17ο αι, διερύνθηκαν κατα κόρον στην ελληνική αγορά κυρίως μετά το 1974, που εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα ο Αλεξ. Ιόλας και οι πρωτοπόροι καλλιτέχνες του Παρισιού.
[πηγές: arti (Cafe de l' art) & Τέχνη & Ποίησις]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου