Το 1865 πήρε υποτροφία για την Ακαδημία του Μονάχου. Εκεί προσέγγισε σπουδαίους καλλιτέχνες, χάρη στην αμέριστη υποστήριξη του συμπατριώτη του Νικηφόρου Λύτρα. Ως σπουδαστής στο Μόναχο, ενστερνίσθηκε τις αρχές των Γερμανών δασκάλων του. Δημιουργώντας μεταξύ ιστορικού ρεαλισμού και ηθογραφίας, με σπάνια επιδεξιότητα, χαρακτηρίστηκε «γερμανικότερος των Γερμανών», κατακτώντας σημαντική θέση στη γερμανική ιστορία της τέχνης του 19ου αιώνα. Ολοκλήρωσε τις σπουδές του το 1871 και τον Απρίλιο του 1872 επέστρεψε στην Αθήνα, για να μετατρέψει το πατρικό του σπίτι σε ατελιέ. Απογοητευμένος όμως από τις συνθήκες της Ελλάδας, το 1874 εγκατέλειψε την Αθήνα και επέστρεψε στο Μόναχο. Το 1877 νυμφεύθηκε την Άρτεμη Νάζου, με την οποία απέκτησε τέσσερις κόρες και έναν γιο.


Ο Γύζης φιλοτέχνησε επίσης πορτρέτα της συζύγου, της μητέρας του και των παιδιών του.
Εικονογράφησε βιβλία και συμμετείχε σε πάρα πολλές ελληνικές και ευρωπαϊκές εκθέσεις στις περισσότερες από τις οποίες βραβεύτηκε. Μάλιστα, στην 8η Διεθνή Καλλιτεχνική Έκθεση του Γκλασπαλάστ (Glaspalast), τιμήθηκε με έκθεση έργων του μετά το θάνατό του.
Έργα του Νικόλαου Γύζη βρίσκονται στις συλλογές της Εθνικής Πινακοθήκης, της Πινακοθήκης Αβέρωφ, της Δημοτικής Πινακοθήκης Θεσσαλονίκης, της Τράπεζας της Ελλάδος, της Εθνικής Τράπεζας, της Alpha Bank, των ιδιωτών Πρόδρομου Εμφιετζόγλου και Μαριάννας Λάτση και σε άλλες ιδιωτικές συλλογές.
[Eπιμέλεια: Φώτης Δ. Κουτσουπιάς, για το artem.gr]