Ο Τάσος Μαργαριτώφ, ο πρώτος Έλληνας διπλωματούχος συντηρητής έργων τέχνης, «έφυγε» από τη ζωή σε ηλικία 89 ετών. Ο διακεκριμένος επιστήμονας κατείχε τον αριθμό 1 στην άδεια άσκησης επαγγέλματος. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1925 και σπούδασε ζωγραφική στην Accademia di Belle Arti και συντήρηση στο Instituto Centrale del Restauro της Ρώμης, όπου και αρίστευσε. Ως αριστούχος έτυχε το 1961 τιμητικής υποτροφίας από το υπουργείο Παιδείας της Ιταλίας.
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα και όντας κάτοχος του αριθμού 1 στην άδεια άσκησης του επαγγέλματος, υπηρέτησε στην αρχαιολογική υπηρεσία του υπουργείου Πολιτισμού από το 1958 έως το 1992. Διετέλεσε επίσης μέλος του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου και του Συμβουλίου Νεωτέρων Μνημείων. Το Φεβρουάριο του 2001 τιμήθηκε από το ICOMOS για την προσφορά του στον πολιτισμό και την ανάδειξη της πολιτισμικής κληρονομιάς της Ελλάδας.
«Εργάστηκε με μεράκι, κάτω από αντίξοες συνθήκες και πολλές φορές με πενιχρά μέσα και συνέβαλε με το ήθος και την επιστημονική του κατάρτιση στην εδραίωση του κλάδου της συντήρησης αρχαιοτήτων και έργων τέχνης ως αυτόνομου επιστημονικού κλάδου στο χώρο του υπουργείου», αναφέρει σε ανακοίνωσή του το ΥΠΠΟ, που συμπληρώνει: «Στη διάρκεια της μακρόχρονης πορείας του, προσέφερε έργο τεράστιο σε εθνικό και διεθνές επίπεδο. Συμμετείχε σε πανελλήνια και διεθνή συνέδρια, εκπόνησε επιστημονικές μελέτες με αντικείμενο τη συντήρηση έργων τέχνης και εργάστηκε στη συντήρηση εικόνων, τοιχογραφιών, ψηφιδωτών, αρχαιολογικών αντικειμένων και νεοκλασικών κτηρίων, ως υπεύθυνος πολυάριθμων συνεργείων συντηρητών σε όλη την Ελλάδα με ιδιαίτερους σταθμούς τις αρχαιότητες της Θήρας και Βεργίνας. Σημαντική ήταν επίσης η συμβολή του στο πεδίο της έρευνας και η δράση του στον τομέα της Εκπαίδευσης. Εκφράζουμε τα θερμά μας συλλυπητήρια στην οικογένειά του».
Από τις πιο σημαντικότερες εργασίες του ήταν η συντήρηση αρχαιοτήτων στη Σαντορίνη, στη Βεργίνα, στη Δήλο, στο Λευκαντή, στο Βόλο, στην Αγχίαλο, καθώς και στη Βεργίνα όπου διέσωσε και το περίφημο κόκκινο ύφασμα. Επίσης, εκτός από την Ελλάδα, συντήρησε τοιχογραφίες παλαιοχριστιανικών, βυζαντινών και μεταβυζαντινών χρόνων στην Ιταλία, στο Σινά, στα Ιεροσόλυμα και αλλού στους Άγιους Τόπους.
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα και όντας κάτοχος του αριθμού 1 στην άδεια άσκησης του επαγγέλματος, υπηρέτησε στην αρχαιολογική υπηρεσία του υπουργείου Πολιτισμού από το 1958 έως το 1992. Διετέλεσε επίσης μέλος του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου και του Συμβουλίου Νεωτέρων Μνημείων. Το Φεβρουάριο του 2001 τιμήθηκε από το ICOMOS για την προσφορά του στον πολιτισμό και την ανάδειξη της πολιτισμικής κληρονομιάς της Ελλάδας.
«Εργάστηκε με μεράκι, κάτω από αντίξοες συνθήκες και πολλές φορές με πενιχρά μέσα και συνέβαλε με το ήθος και την επιστημονική του κατάρτιση στην εδραίωση του κλάδου της συντήρησης αρχαιοτήτων και έργων τέχνης ως αυτόνομου επιστημονικού κλάδου στο χώρο του υπουργείου», αναφέρει σε ανακοίνωσή του το ΥΠΠΟ, που συμπληρώνει: «Στη διάρκεια της μακρόχρονης πορείας του, προσέφερε έργο τεράστιο σε εθνικό και διεθνές επίπεδο. Συμμετείχε σε πανελλήνια και διεθνή συνέδρια, εκπόνησε επιστημονικές μελέτες με αντικείμενο τη συντήρηση έργων τέχνης και εργάστηκε στη συντήρηση εικόνων, τοιχογραφιών, ψηφιδωτών, αρχαιολογικών αντικειμένων και νεοκλασικών κτηρίων, ως υπεύθυνος πολυάριθμων συνεργείων συντηρητών σε όλη την Ελλάδα με ιδιαίτερους σταθμούς τις αρχαιότητες της Θήρας και Βεργίνας. Σημαντική ήταν επίσης η συμβολή του στο πεδίο της έρευνας και η δράση του στον τομέα της Εκπαίδευσης. Εκφράζουμε τα θερμά μας συλλυπητήρια στην οικογένειά του».
Από τις πιο σημαντικότερες εργασίες του ήταν η συντήρηση αρχαιοτήτων στη Σαντορίνη, στη Βεργίνα, στη Δήλο, στο Λευκαντή, στο Βόλο, στην Αγχίαλο, καθώς και στη Βεργίνα όπου διέσωσε και το περίφημο κόκκινο ύφασμα. Επίσης, εκτός από την Ελλάδα, συντήρησε τοιχογραφίες παλαιοχριστιανικών, βυζαντινών και μεταβυζαντινών χρόνων στην Ιταλία, στο Σινά, στα Ιεροσόλυμα και αλλού στους Άγιους Τόπους.
[protothema]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου