Γεννήθηκε το 1898 στην Κεφαλονιά.
Στα γυμνασιακά του χρόνια η αγροτική οικογένειά του μετανάστευσε στην Αλεξάνδρειας, από το Λύκειο της οποίας αποφοίτησε. Το 1915 εγγράφηκε στο Σχολείο Καλών Τεχνών Αθηνών, στην Τρίτη τάξη του τμήματος ζωγραφικής, με δασκάλους τους Γερανιώτη, Βικάτο και Ιακωβίδη. Το ταλέντο του αναγνωρίστηκε από τότε με τρία βραβεία: το Χρυσοβέργειο, το Αβερώφειο και το βραβείο του Πανεπιστημίου. Το 1917 -1919 υπηρέτησε στο στρατό.
Στη συνέχεια, ταξίδεψε στην Ιταλία, το Μόναχο και το Άμστερνταμ. Σταθμός στην περιπλάνηση αυτή υπήρξε η γνωριμία του με τον Giorgio de Chirico στη Ρώμη.Στο Παρίσι, όπου εγκαταστάθηκε το 1927, παρακολούθησε μαθήματα σε ιδιωτικές ακαδημίες Καλών Τεχνών και γνωρίστηκε με Γάλλους καλλιτέχνες, όπως ο Πικάσο, ο Ντεραίν κ.ά.. Παράλληλα, ενδιαφέρθηκε να εντρυφήσει σε σπουδή και άλλων αντικειμένων, όπως Ιστορία της Τέχνης και λογοτεχνία, τοιχογραφία και αρχιτεκτονική εσωτερικών χώρων, ψυχολογία και φιλοσοφία.
Στα τέλη του 1930, αρχές 1931 επέστρεψε στην Ελλάδα. Στην Αθήνα την παρέα του αποτελούν οι Καϊμης, Πικιώνης, Δούκας και Κόντογλου. Με τη βοήθειά τους οργάνωσε το ατελιέ του στην Πλάκα και ζωγράφιζε πυρετωδώς.
Τον Απρίλιο του 1931, εξέθεσε έργα του στο ξενοδοχείο Palais de Versailles. Ο πρωτοποριακός χαρακτήρας τους δίχασε φιλότεχνους και κριτικούς με αποτέλεσμα, ο μεν διευθυντής της Εθνικής Πινακοθήκης Ζαχαρίας Παπαντωνίου να του επιτεθεί με άρθρο στην εφημερίδα Ελεύθερο Βήμα, οι δε επιφανείς διανοούμενοι της εποχής να τον υπερασπιστούν, με ειδικό «μανιφέστο» 17 κριτικών άρθρων.
Λίγο αργότερα, προχώρησε σε αλλαγή του επιθέτου του, από Σταματελάτος σε Στέρης.
Το 1935 εξέθεσε έργα του στη Ρώμη, το Παρίσι, το Βερολίνο και τη Θεσσαλονίκη, με νησιώτικα κυρίως τοπία. Την ίδια χρονιά, του ανατέθηκε η αποκατάσταση των τοιχογραφιών στο Μυστρά.
Το 1936 πραγματοποίησε έκθεση στο Βόλο, δίνοντας και διάλεξη με θέμα την τέχνη. Κι ενώ το έργο του Μυστρά ολοηληρωνόταν, ο ζωγράφος ετοίμαζε το οριστικό του ταξίδι για την Αμερική. Πριν την αναχώρησή του, άφησε όλα του τα έργα, τα βιβλία και τα προσωπικά του αντικείμενα στον πιστό του φίλο Γεώργιο Ν. Πολίτη. Φτάνοντας στη Νέα Υόρκη το 1938, μέσω διαγωνισμού, ανέλαβε τη διακόσμηση του Ελληνικού Περιπτέρου στη Διεθνή Έκθεση με θέμα την ιστορία του Ελληνικού Πολιτισμού. Στο τέλος εκείνης της χρονιάς παντρεύτηκε την Margaret Spawe Williams, με την οποία το 1946 χώρισε.
Το 1949, με αίτησή του στο Ανώτατο Δικαστήριο της Νέας Υόρκης μετονομάστηκε σε Guelfo Ammon d’Este.
Το 1935 εξέθεσε έργα του στη Ρώμη, το Παρίσι, το Βερολίνο και τη Θεσσαλονίκη, με νησιώτικα κυρίως τοπία. Την ίδια χρονιά, του ανατέθηκε η αποκατάσταση των τοιχογραφιών στο Μυστρά.
Το 1936 πραγματοποίησε έκθεση στο Βόλο, δίνοντας και διάλεξη με θέμα την τέχνη. Κι ενώ το έργο του Μυστρά ολοηληρωνόταν, ο ζωγράφος ετοίμαζε το οριστικό του ταξίδι για την Αμερική. Πριν την αναχώρησή του, άφησε όλα του τα έργα, τα βιβλία και τα προσωπικά του αντικείμενα στον πιστό του φίλο Γεώργιο Ν. Πολίτη. Φτάνοντας στη Νέα Υόρκη το 1938, μέσω διαγωνισμού, ανέλαβε τη διακόσμηση του Ελληνικού Περιπτέρου στη Διεθνή Έκθεση με θέμα την ιστορία του Ελληνικού Πολιτισμού. Στο τέλος εκείνης της χρονιάς παντρεύτηκε την Margaret Spawe Williams, με την οποία το 1946 χώρισε.
Το 1949, με αίτησή του στο Ανώτατο Δικαστήριο της Νέας Υόρκης μετονομάστηκε σε Guelfo Ammon d’Este.
Από το 1950 παρέδιδε μαθήματα ζωγραφικής για πορτρέτο και σχέδιο από ζωντανό μοντέλο, ενώ παράλληλα ξεκίνησε την εικονογράφηση του καθεδρικού ναού της Νέας Υόρκης. Μετά την αποπεράτωσή του, ανέλαβε την εικονογράφηση του καθεδρικού ναού της Αγίας Τριάδας στο Lowell της Μασαχουσέτης.
Το 1955 παντρεύτηκε με την Anne Vassalo Savino στο Belair. Από το 1965 ξεκίνησε από τη συγγραφή θεωρητικών κειμένων γύρω από την τέχνη, κριτικές στο έργο μεγάλων ζωγράφων, απόψεις για την εποχή του, καθώς και ποιήματα.
Το 1955 παντρεύτηκε με την Anne Vassalo Savino στο Belair. Από το 1965 ξεκίνησε από τη συγγραφή θεωρητικών κειμένων γύρω από την τέχνη, κριτικές στο έργο μεγάλων ζωγράφων, απόψεις για την εποχή του, καθώς και ποιήματα.
Το 1980 επέστρεψε στη Γαλλία και εγκαταστάθηκε στη Νίκαια. Το 1987, μετά από παραμονή τριών μηνών σε νοσοκομείο της Νέας Υόρκης, πέθανε σε ηλικία 89 ετών.
Το 1990 οργανώθηκε στην Αθήνα έκθεση με έργα του από την συλλογή της Λίλης Πολίτη, χήρας Γ. Πολίτη. Το 1991 η Δημοτική Πινακοθήκη Θεσσαλονίκης οργάνωσε τιμητική έκθεση, όπου για πρώτη φορά παρουσιάστηκαν στην Ελλάδα έργα της Αμερικής και δημοσιεύτηκαν πληροφορίες για τη ζωή του στην Αμερική. Το 2000, με την αρωγή των Αλ. Ξύδη και Γ. Ποταμιάνου, το σύνολο των έργων της Αμερικής μεταφέρθηκε στην Ελλάδα.
Το 1990 οργανώθηκε στην Αθήνα έκθεση με έργα του από την συλλογή της Λίλης Πολίτη, χήρας Γ. Πολίτη. Το 1991 η Δημοτική Πινακοθήκη Θεσσαλονίκης οργάνωσε τιμητική έκθεση, όπου για πρώτη φορά παρουσιάστηκαν στην Ελλάδα έργα της Αμερικής και δημοσιεύτηκαν πληροφορίες για τη ζωή του στην Αμερική. Το 2000, με την αρωγή των Αλ. Ξύδη και Γ. Ποταμιάνου, το σύνολο των έργων της Αμερικής μεταφέρθηκε στην Ελλάδα.
[Επιμ. Φώτης Δ. Κουτσουπιάς, γισ το artem.gr]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου