«Η τέχνη, υποστηρίζει ο Αντρέ Μαλρώ, δίνει τη δυνατότητα στον άνθρωπο να γνωρίσει καλύτερα τον εαυτό του και να αντιμετωπίσει με μεγαλύτερη εμπιστοσύνη τις αμφιβολίες, τους φόβους, τις αδυναμίες και τις ανάγκες του. Έτσι, από την προϊστορική εποχή, ο άνθρωπος έδωσε σε εικόνες τον κόσμο του, προσπαθώντας, με αυτόν τον τρόπο, να τον καταλάβει, να εκφράσει τις χαρές και τις ελπίδες του και να εξορκίσει τις ανησυχίες και τους φόβους του.
Αυτήν την ουσιαστική και πρωταρχική επιθυμία του ανθρώπου να δημιουργήσει με φόρμες και χρώματα την εικόνα του εαυτού του και κατ' επέκταση του κόσμου του, οι πρωτόγονοι την εξέφραζαν με αμεσότητα, οδηγούμενοι από το προσωπικό τους ένστικτο. Με το πέρασμα του χρόνου βέβαια, τα δεδομένα άλλαξαν. Ο άνθρωπος καλλιέργησε την ανάγκη έκφρασής του διαμέσου της εικόνας, μέσα σε εξειδικευμένα εργαστήρια ή σχολές. Η πηγαία και άμεση έκφραση γίνεται πια έντεχνη δημιουργία.
Ποτέ όμως δεν έπαψε να υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι, παρά το γεγονός ότι δεν είχαν σπουδάσει σε Σχολή Καλών Τεχνών, συνέχιζαν να δημιουργούν με οδηγό το καλλιτεχνικό τους ένστικτο και να δίνουν εξαιρετικές εικόνες ενός κόσμου όπως τον έβλεπαν με τα μάτια της ψυχής τους.
Ποτέ όμως δεν έπαψε να υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι, παρά το γεγονός ότι δεν είχαν σπουδάσει σε Σχολή Καλών Τεχνών, συνέχιζαν να δημιουργούν με οδηγό το καλλιτεχνικό τους ένστικτο και να δίνουν εξαιρετικές εικόνες ενός κόσμου όπως τον έβλεπαν με τα μάτια της ψυχής τους.
Οι δημιουργοί αυτοί ονομάστηκαν ναΐφ - όρος βέβαια που αμφισβητήθηκε κατά καιρούς. Στα ελληνικά προτάθηκαν διάφορες αποδόσεις του όρου, όπως «απλοϊκός», «ζωγράφος του ενστίκτου», «πηγαίος καλλιτέχνης» και άλλα. Εκείνη όμως που επεκράτησε είναι το «αφελής» ή «ναΐφ». Έχοντας υπ' όψιν ότι η ρίζα της λέξης ναΐφ είναι το λατινικό «nativus», το οποίο σημαίνει εκ γενετής, φυσικός, αυθόρμητος, καταλήγουμε ότι ο όρος ναΐφ είναι αναμφισβήτητα ο καλύτερος για να εκφράσει την πηγαία, έμφυτη, αυθόρμητη και απροβλημάτιστη αυτή τέχνη, στην οποία συνυπάρχουν ο κόσμος του φανταστικού, του μαγικού και του πραγματικού, δοσμένοι με την ειλικρίνεια και την αθωότητα ενός μικρού παιδιού...
Θα λέγαμε, λοιπόν, σε γενικές γραμμές, ότι ο ναΐφ ζωγράφος ανοίγει με την τέχνη του έναν προσωπικό διάλογο με τον γύρω του κόσμο, καταγράφοντας με το πηγαίο καλλιτεχνικό του ταλέντο αυτό που βλέπουν τα μάτια της ψυχής και όχι αυτό που υπαγορεύει η λογική και η γνώση των εικαστικών κανόνων. Ο ναΐφ καλλιτέχνης έχει λοιπόν ψυχή μικρού παιδιού και με αυτήν συλλαμβάνει και εκφράζει τον κόσμο. Αυτό βέβαια δεν αποκλείει το γεγονός, ο ναΐφ καλλιτέχνης να είναι άτομο μορφωμένο και με πνευματική καλλιέργεια.
Στον ελληνικό χώρο παρατηρείται συχνά το φαινόμενο σύγχυσης του όρου «λαϊκός» με τον όρο «ναΐφ» κάτι που πολύ νωρίς επεσήμανε ο Γιάννης Γκίκας στο βιβλίο του «Λαϊκή και ναΐφ ζωγραφική». Η λαϊκή τέχνη μπορεί να είναι και «ναΐφ», αποτελεί όμως ξεχωριστή κατηγορία. Ο λαϊκό ζωγράφος δεν απεικονίζει τα θέματα του με βάση την προσωπική δημιουργία του θέαση, αλλά στηρίζεται στα πρότυπα της πολιτισμικής παράδοσης ενός λαού, τα οποία κληρονομεί από τους παλαιότερους και παραδίδει στους νεότερους. Για τον λόγο αυτό ο λαϊκός καλλιτέχνης κινείται σε καθορισμένα πλαίσια και έχει περιορισμένη ελευθερία. Έχει βέβαια τη δυνατότητα να τροποποιήσει τους τύπους της παράδοσης, δεν μπορεί όμως να τους λησμονήσει.
Από την άλλη, ο ναΐφ δημιουργός έχει απεριόριστη ελευθερία και δεν δεσμεύεται από κανέναν παλαιότερο τύπο ή μοντέλο έκφρασης. Με αυτό το σκεπτικό, η ζωγραφική σε γυαλί, που αναπαρήγαγε τυποποιημένες παραστάσεις με μικρές διαφοροποιήσεις, ανήκει στην κατηγορία της λαϊκής ζωγραφικής. Ο Μιχαήλ Κάσιαλος, με την αυθεντική και πρωτότυπή του δημιουργία αποτέλεσμα μιας εντελώς προσωπικής θέασης του κόσμου, είναι ένας τυπικός ναΐφ καλλιτέχνης, παρά το γεγονός ότι στο έργο του αναγνωρίζουμε και κάποια λαϊκά στοιχεία.
Από την άλλη, ο ναΐφ δημιουργός έχει απεριόριστη ελευθερία και δεν δεσμεύεται από κανέναν παλαιότερο τύπο ή μοντέλο έκφρασης. Με αυτό το σκεπτικό, η ζωγραφική σε γυαλί, που αναπαρήγαγε τυποποιημένες παραστάσεις με μικρές διαφοροποιήσεις, ανήκει στην κατηγορία της λαϊκής ζωγραφικής. Ο Μιχαήλ Κάσιαλος, με την αυθεντική και πρωτότυπή του δημιουργία αποτέλεσμα μιας εντελώς προσωπικής θέασης του κόσμου, είναι ένας τυπικός ναΐφ καλλιτέχνης, παρά το γεγονός ότι στο έργο του αναγνωρίζουμε και κάποια λαϊκά στοιχεία.
Όπως έχει αναφερθεί, ο πρώτος διεθνώς αναγνωρισμένος ναΐφ ζωγράφος είναι ο Γάλλος τελώνης Ανρί Ρουσσώ. Την τέχνη του Ρουσσώ αγκάλιασαν ιδιαίτερα οι καλλιτέχνες των πρωτοποριών των αρχών του αιώνα, γεγονός που τον έκανε να θεωρείται διεθνώς ο πατριάρχης της ναΐφ τέχνης, με το έργο του να κοσμεί τα μεγαλύτερα μουσεία του κόσμου.
Στη Ελλάδα η τέχνη των ναΐφ έρχεται στην επιφάνεια το 1929 με την ανακάλυψη του Θεόφιλου από τον τεχνοκριτικό Ευστράτιο Ελευθεριάδη, γνωστό ως Teriade που ζούσε στο Παρίσι. Επηρεασμένος ο Teriade από το κλίμα που επικρατούσε στο Παρίσι και γενικότερα από την αναβάθμιση της σημασίας που δινόταν σε μορφές τέχνης όπως η ναΐφ, η παιδική και η πρωτόγονη, είχε την ικανότητα να ξεχωρίσει τη μοναδικότητα της τέχνης του ζωγράφου από τη Μυτιλήνη. Το έργο του Θεόφιλου αγαπήθηκε και αγκαλιάστηκε από την ελληνική διανόηση και τους καλλιτέχνες, οι οποίοι διαπίστωναν ότι το έργο του Θεόφιλου αποτελούσε τη χαμένη γέφυρα μεταξύ της αρχαίας και της σύγχρονης ελληνικής τέχνης. Το έργο μάλιστα του Θεόφιλου επηρέασε τους καλλιτέχνες της περίφημης γενιάς του '30, της γενιάς που επεδίωξε να επαναφέρει το πνεύμα της ελληνικότητας στην τέχνη. Θαυμαστής του Θεόφιλου υπήρξε μεταξύ άλλων και ο σημαντικός ζωγράφος της γενιάς του '30 Γιάννης Τσαρούχης, ο οποίος μάλιστα ζωγράφισε τον Θεόφιλο παίρνοντας στοιχεία από το ύφος της ζωγραφικής του.
Στην Κύπρο η ανακάλυψη και η εκτίμηση των ντόπιων ναΐφ καλλιτεχνών έγινε με κάποια καθυστέρηση. Ο ζωγράφος Αδαμάντιος Διαμαντής ήταν από τους πρώτους που εντόπισαν, προς το τέλος της δεκαετίας του '50, τον Μιχαήλ Κάσιαλο και γοητεύτηκαν από το έργο του απλοϊκού αυτού ζωγράφου. Έτσι, από τότε, αρχίζει να έρχεται στο φως η τέχνη και η ζωή του πρώτου επώνυμου ναΐφ ζωγράφου της Κύπρου.
Ο Κάσιαλος γεννήθηκε το 1885 στο χωριό Άσσια. Στο σχολείο απέκτησε τις πρώτες ζωγραφικές του εμπειρίες με δάσκαλο τον Κυριάκο Πιερίδη. Από τότε διαφαίνεται το πηγαίο του ταλέντο και η αγάπη του για τη ζωγραφική. Η έλξη του αυτή προς τη δημιουργία τον ώθησε στη συνέχεια να παρακολουθήσει, ανελλιπώς, την αγιογράφηση της εκκλησίας του χωριού του από τους πατέρες Κύριλλο και Νύφωνα.
Στα δεκατρία του χρόνια, έπειτα από προτροπή του πατέρα του, έμαθε την τέχνη του παπουτσή, την οποία άσκησε για πολλά χρόνια. Γι' αυτό, άρχισε παράλληλα να διακοσμεί καθρέφτες, χρηστικά αντικείμενα, να δημιουργεί πήλινα αγγεία, τα οποία στη συνέχεια πωλούσε σε διάφορα πανηγύρια. Τότε ήταν που αντιλήφθηκε το ταλέντο του στη γλυπτική και συγκεκριμένα το χάρισμα που είχε να αντιγράφει, πιστά αρχαία ευρήματα. Η μεγάλη του δεξιοτεχνία τον βοήθησε να φτιάξει πειστικές απομιμήσεις, χρησιμοποιώντας πρωτόγονα εργαλεία και υλικά, τις οποίες πωλούσε στη συνέχεια με μεγάλη ευκολία σαν αρχαιότητες, σε ντόπιους αλλά και σε ξένους επισκέπτες. Δεν ήταν λοιπόν τυχαίο το γεγονός ότι δημιούργημά του, φιλοξενήθηκε, για μικρό χρονικό διάστημα, στους χώρους του Κυπριακού Μουσείου.
Ο Κάσιαλος δημιούργησε πολλές απομιμήσεις, οι περισσότερες όμως τις οποίες έχουν χαθεί, πράγμα λυπηρό, αφού, όπως υποστήριζε και ο Αδαμάντιος Διαμαντής, δεν ήταν απλώς πιστά αντίγραφα, αλλά πρόβαλλαν και τη σφραγίδα του δημιουργού τους...
Τα έργα του χαρακτηρίζονται από όλα τα τυπικά χαρακτηριστικά της ναΐφ τέχνης που αναφέραμε προηγουμένως. Ενώ όμως σχεδόν πάντα ο Κάσιαλος υπέγραφε τα έργα του, σπάνια τα χρονολογούσε. Το πιο παλιό χρονολογημένο του έργο, είναι το «Ερωτόκρικος και Αρετούσα», που φέρει την υπογραφή Μ. Μηλής Κάσιαλος και τη χρονολογία 1950. Με το επίθετο Μηλής έχει υπογράψει και άλλα πρώιμα έργα του. Στη συνέχεια όμως το εγκατέλειψε, για να κρατήσει μόνον το «Κάσιαλος», το οποίο κάποτε έγραφε και με δύο κάππα. Παρόλο που το ύφος του δεν διαφοροποιείται πολύ, στα πρώτα του έργα απεικονίζονται λιγότερες μορφές, χρησιμοποιεί πιο περιορισμένη χρωματική γκάμα και μεγαλύτερες ενιαίες χρωματικές επιφάνειες, υπάρχει μεγαλύτερη απλοποίηση και λιγότερες λεπτομέρειες. Τα έργα αυτά είναι πιο κοντά στη λαϊκή ζωγραφική σε γυαλί, από την οποία ξεκίνησε. Όσο προχωρεί, εξοικειώνεται περισσότερο με το υλικό του και χειρίζεται με μεγαλύτερη σιγουριά το ζωγραφικό χώρο. Τα χρώματά του γίνονται πιο πλούσια και λαμπερά και αρχίζει να χρησιμοποιεί και κάποιες τονικές διαβαθμίσεις, ιδιαίτερα στα φόντα του. Οι ενιαίες χρωματικές επιφάνειες διακόπτονται με την τοποθέτηση άλλων χρωμάτων ή διακοσμήσεων. Γενικά, το διακοσμητικό στοιχείο γίνεται, πολλές φορές, αρκετά έντονο. Χρησιμοποιεί, επίσης, και πρωτόλεια φωτοσκίαση.
Σε όλα τα έργα του προσπαθεί να μείνει πιστός στο θέμα του και να το αποδώσει όσο πιο περιγραφικά γίνεται. Αυτό το κρίνει με βάση τη σημασία που δίνει ο ίδιος στα πράγματα, με αποτέλεσμα σ' έναν πίνακα να υπάρχουν ρεαλιστικές, λεπτομερείς περιγραφές και ταυτόχρονα πολλή αφαίρεση, ιδιαίτερα στο χώρο, που γίνεται έτσι αρκετά αντιρεαλιστικός.
Η σύνθεση των στοιχείων στο χώρο του πίνακα είναι αυθαίρετη και ενστικτώδης και μοιάζει με τον τρόπο που τα παιδιά συνθέτου τα έργα τους. Δεν υπάρχει προοπτική, τους κανόνες της οποίας αγνοεί παντελώς, και τα θέματα δίνονται παρατακτικά. Γι' αυτό, όπου δεν τον χωράει το πλάτος του πίνακα, δεν διστάζει να συνεχίσει, παρατάσσοντας μορφές ή ολόκληρες σκηνές στο πάνω μέρος του πίνακα.
Η απόδοση των μορφών δίνεται με αρκετή σχηματοποίηση. Είναι μορφές κατακόρυφες και στατικές, ήρεμες και ακίνητες μέσα στη δοσμένη τους κίνηση.
Το σχέδιο του είναι σκληρό και οι εξωτερικές γραμμές των μορφών είναι έντονες και μαύρες. Οι μορφές δίνονται μετωπικά ή σε προφίλ, φαίνονται ανεξάρτητες από το χώρο τους και μοιάζουν πολλές φορές με φιγούρες Καραγκιόζη επικολλημένες στη ζωγραφική επιφάνεια. Πολύ συχνά υπάρχει παραμόρφωση των αναλογιών και σημασιολογική κλίμακα στην απόδοσή τους.
Κάποια στοιχεία - ιδιαίτερα διακοσμητικά ή στοιχεία που αφορούν στο χώρο μέσα στον οποίο τοποθετούνται οι μορφές - παναλαμβάνονται σε πολλά έργα. Αυτή η επανάληψη δείχνει την προηγούμενη σχέση του Κασιαλου με τη λαϊκή τέχνη, από τη οποία δεν φαίνεται να αποδεσμεύτηκε εντελώς.
Όπως ο Θεόφιλος, έτσι και ο δικός μας Κάσιαλος, θα πρέπει να θεωρηθεί ως ο κρίκος που συνδέει το παρελθόν με το παρόν της τέχνης μας. Στο έργο του αναγνωρίζουμε κάποια στοιχεία από την αρχαιοελληνική τέχνη, τη βυζαντινή και τη λαϊκή, όλα όμως δοσμένα με τη ελευθερία της δικής του αφελούς αμεσότητας. Μας δένει ακόμη με το παρελθόν μας, γιατί ο Κάσιαλος δεν έχει επηρεαστεί από κανένα ξένο στοιχείο. Ασπούδαχτος και με λαϊκή καταγωγή, άντλησε μόνον από τον τόπο του. Με το έργο του συναντά τους λαϊκούς ναΐφ των μεταβυζαντινών εικόνων και τους ζωγράφους των λαϊκών τοιχογραφιών, που μέσα στο έργο τους διασώθηκε «λαϊκοποιημένη» η ζωγραφική παράδοση του τόπου μας. Όλ' αυτά όμως ειδωμένα με τα μάτια της δικής του ψυχής και δοσμένα με το δικό του τρόπο. Γι΄αυτό και η ζωγραφική του είναι - δανείζομαι το χαρακτηρισμό που έδωσε ο Οδυσσέας Ελύτης μιλώντας για τον Θεόφιλο - «καταγωγική συνάμα και άμεση».
[Δάφνη Νικήτα,"Μιχαήλ Κάσιαλος, η κρυμμένη γοητεία της ζωγραφικής", Ίδρυμα Πιερίδη. Λάρνακα]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου