Σάββατο 31 Μαρτίου 2012

Έλληνες ζωγράφοι: Γεώργιος Άβλιχος


Θ. Χρήστου, λάδι σε μουσαμα,
50Χ70εκ.

Ποιητής, μουσικός, και κυρίως ζωγράφος.
Γεννήθηκε στο Ληξούρι Κεφαλλονιάς το 1842. Η έφεσή του στη ζωγραφική τον οδήγησε στη Νεάπολη της Ιταλίας, όπου σπούδασε σε σχολή ελευθέρων σπουδών. Ασχολήθηκε και με τη νομική, χωρίς όμως να ολοκληρώσει τις σπουδές του σ’ αυτήν. Αντίθετα, εντρύφησε στη ζωγραφική, χάρη της οποίας φοίτησε και σε γερμανικές σχολές. Επέστρεψε κατόπιν στην Κεφαλλονιά, όπου έγραψε το ποιητικό δράμα Η καταστροφή των Ψαρών. Γραμμένο στη δημοτική, παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο Αργοστόλι το 1888.
Στην ζωγραφική ασχολήθηκε κυρίως με προσωπογραφίες και ηθογραφίες, ρεαλιστικές και  υπερβατικές. Πίνακές του παρουσιάστηκαν στην έκθεση του Συλλόγου «Παρνασσός» το 1885 και στην Πανελλήνια Καλλιτεχνική Έκθεση του Ζαππείου το 1888.
Πέθανε στο Αργοστόλι Κεφαλλονιάς το 1909.
[επιμέλεια: Αντώνης Κουτσουπιάς, Ι.Μ.Ε.Τ. artem.gr]

Σάββατο 24 Μαρτίου 2012

Ο Ζωγράφος της Επανάστασης του 1821


Παναγιώτης Ζωγράφος
Λαϊκός ζωγράφος, απλός και ταπεινός, χωρίς ειδικές σπουδές στη ζωγραφική, ίσως να περνούσε απαρατήρητος και να έσβηνε μέσα στην ανωνυμία, αν δεν τον έβγαζε από αυτήν ο Μακρυγιάννης. Αγωνιστής και ο ίδιος της επανάστασης του 1821, ο Παναγιώτης Ζωγράφος, ήταν αυτός που απέδωσε ζωγραφικά τις αναμνήσεις του Στρατηγού.Βιογραφικές πληροφορίες για τον Παναγιώτη Ζωγράφο σπανίζουν. Μάλιστα, η νεότερη έρευνα έχει αποδείξει πως το όνομα του ζωγράφου ήταν Δημήτριος, με το οποίο και υπογράφει, ενώ ο Παναγιώτης, που από μνημονικό λάθος αναφέρει ο Μακρυγιάννης, λεγόταν ο ένας από τους γιους: «χειρ Δ. Ζωγράφου εκ Βορδωνίας της Λακεδεμονίας» ή «χειρ. Δ. Ζωγράφου εκ Βορδώνια της Λακεδαίμονος». Υποθέτουμε ότι πρόκειται για πατέρα και γιους από τη Βορδόνια, με ένα εργαστήρι συγκροτημένο στη βάση της οικογενειακής επιχείρησης.
 Ο Παναγιώτης, όπως θα αποκαλούμε κι εμείς τον ζωγράφο, ήταν αγιογράφος και ζωγράφος σε αρχοντικά, εκκλησίες και μοναστήρια. Το επαγγελματικό επώνυμο Ζωγράφος ίσως ν' αρχίζει με τον Παναγιώτη, έχοντας παραμερίσει το παλιότερο οικογενειακό. Πάντως μ’ αυτό το επώνυμο τον γνώριζε ο Μακρυγιάννης όταν τον κάλεσε για συνεργασία. 
Ο Μακρυγιάννης εννοούσε την ιστορία σαν χρέος απέναντι στις επερχόμενες γενιές. Θέλοντας να καταθέσει πώς ο ίδιος έζησε τον Αγώνα της Πατρίδας, αποφάσισε να εικονογραφήσει τις σπουδαιότερες φάσεις του. Την ιδέα αυτή, τη σκέφτηκε την άνοιξη του 1836, όταν μετέβη στην Δυτική Ρούμελη, προκειμένου να καταστείλει μια ανταρσία κατά του Όθωνα. Βλέποντας   ξανά τα πεδία των μαχών όπου είχε πολεμήσει, ξύπνησαν μέσα του οι αναμνήσεις και έλαβε την απόφαση να τις ζωντανέψει σε ξύλο, εξιστορώντας τες σ’ έναν Ευρωπαίο ζωγράφο. «κι έρχοντας εδώ εις Αθήνα, πήρα ένα ζωγράφο Φράγκο και τον είχα να μου φκιάσει σε εικονογραφίες αυτούς τους πολέμους. Το εγχείρημα όμως σταμάτησε μετά τον τρίτο πίνακα. «Δεν γνώριζα τη γλώσσα του. Έφκιασε δύο τρεις, δεν ήταν καλές˙ τον πλέρωσα κι έφυγε.»  
Ο επόμενος συνεργάτης του ήταν ο Παναγιώτης Ζωγράφος, από την Βαρδώνια της Λακωνίας, μαζί με τους δυο γιούς του. Τρία χρόνια κράτησε η συνεργασία τους. Επισκέφτηκαν τα πεδία των μαχών και ενώ ο Στρατηγός εξιστορούσε, ο Ζωγράφος φιλοτεχνούσε τον πίνακα. 
 «Έστειλα και έφεραν από την Σπάρτη έναν αγωνιστή, Παναγιώτη Ζωγράφον τον έλεγαν˙ έφεραν αυτόν και μιλήσαμεν και συνφωνήσαμεν το κάθε κάδρον την τιμήν του˙ κι έστειλε κι ήφερε και δύο του παιδιά˙ και τους είχα εις το σπίτι μου όταν εργάζονταν. Κι αυτό άρχισε από τα 1836 και τέλειωσε τα 1839. Έπαιρνα τον Ζωγράφο και βγαίναμεν εις τους λόφους και τόλεγα…..Έτζι είναι εκείνη η θέση, έτζι εκείνη˙αυτός ο πόλεμος έτζι έγινε αρχηγός ήταν των Ελλήνων εκείνος, των Τούρκων εκείνος».
  Αποτέλεσμα αυτής της συνεργασίας (έμπνευση-αναμνήσεις Μακρυγιάννη, εκτέλεση Ζωγράφου), ήταν είκοσι πέντε κάδρα βυζαντινής τεχνικής σε ξύλο διαστάσεων 0, 565 x 0,40, ζωγραφισμένα με αυγοτέμπερα. Ένα απ’ αυτά όμως, που παρουσίαζε τον Άρμανσμπεργκ να ξεριζώνει την καρδιά της Ελλάδας, το κατέστρεψαν οι φίλοι του για να τον προστατέψουν. 
Από τους 24 πρωτότυπους πίνακες, κατασκευάστηκαν 4 πλήρεις σειρές αντιγράφων υδατογραφίας σε χαρτί στράτζο, διαστάσεων 0,64 x0,50. Τις τρεις τις χάρισε στους Πρέσβεις της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας, με τελικούς παραλήπτες τους ηγεμόνες των χωρών τους, σε μια προσπάθεια να επηρεάσει ευμενώς υπέρ των ελληνικών συμφερόντων, ενώ μία σειρά πρόσφερε στον βασιλιά Όθωνα. 
Σήμερα η σειρά του Όθωνα βρίσκεται στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη, ενώ από την πρωτότυπη σειρά που ο Μακρυγιάννης κράτησε για τον εαυτό του, σώζονται στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο 8 κομμάτια διαστάσεων 0,565 x0,40 μ., τα οποία δώρισε ο γιος του το 1927. 


 « Ότι η τύχη μας έχει τους Έλληνες πάντοτε ολίγους. Ότι αρχή και τέλος, παλαιόθε και ως τώρα, όλα τα θεριά πολεμούν να μας φάνε και δεν μπορούνε. Τρώνε από μας και μένει και μαγιά». (Απομνημονεύματα Μακρυγιάννη).


Η εκτέλεση των εικόνων έγινε από το 1836-1839. Για τον στρατηγό Μακρυγιάννη αυτές οι εικόνες, που έγιναν κατά παραγγελία του στα 1836, δεν είναι ζωγραφική. Δεν είχε την παραμικρή πρόθεση να συμβάλει στην τέχνη -λαϊκή ή κοσμική- του καιρού του. Κι ο ίδιος, απ' όσο είμαστε σήμερα σε θέση να γνωρίζουμε, δεν ήταν πολύ ευχαριστημένος με το τελικό αισθητικό αποτέλεσμα. Η συνεργασία του με τους Ζωγράφους (πατέρα και γιο) οφείλει να αποδώσει με ακρίβεια αυτό που ο ίδιος έχει "στοχαστεί" για τον Αγώνα: μια σειρά από πραγματικά γεγονότα και ορισμένους πολύ συγκεκριμένους συμβολισμούς.
 Ο Μακρυγιάννης ουσιαστικά απαίτησε ένα είδος πολεμικούς χάρτες, ώστε να αποτυπώσει τις μάχες και τις ναυμαχίες του πολέμου της ανεξαρτησίας• όφειλαν να αποδοθούν μέσα στο γεωγραφικό τους χώρο και, με τέτοιο τρόπο ώστε ο "χάρτης" αυτός να "διαβάζεται" από τον θεατή με τον τρόπο που διαβάζεται μια πολεμική έκθεση. Οι "χάρτες" όμως αυτοί δεν θα μπορούσε να είναι μια απλή καταγραφή των πολεμικών συμβάντων. Αποτελούν την εκλαϊκευτική αποτύπωση της ερμηνείας που ο στρατηγός έδινε στον αγώνα αποτύπωση των προσωπικών του οραμάτων: εθνικών, πολιτικών, στρατιωτικών. Γι' αυτό και οι εικόνες των Ζωγράφων, ως ιστορικά ντοκουμέντα, δύσκολα "διαβάζονται", αποκομμένες από τα κείμενα που τις συνοδεύουν είτε από τα "Απομνημονεύματα" του στρατηγού. Αλλά μπορούν να διαβαστούν ανεξάρτητα από τις προθέσεις του. Έτσι άλλωστε τις θαυμάζουμε σήμερα: ως μικρά κομψοτεχνήματα όπου ο αυτοδίδακτος Παναγιώτης (ή ο Δημήτριος, πατέρας του Παναγιώτη) κατάφερε να παρακολουθήσει και, εν πολλοίς, να καταγράψει τον σχεδόν αφελή ενθουσιασμό του στρατιώτη. 
Με μια αυθεντική ματιά -που, αυτή, δεν είναι καθόλου "αφελής" ή "αθώα"- ο Ζωγράφος κατάφερε να δημιουργήσει πρωτότυπες και τολμηρές χρωματικά εικόνες οι οποίες συνδυάζουν, περίπου με μαγικό τρόπο, την υστεροβυζαντινή αποτύπωση του τοπίου στις αγιογραφίες, κάποια μοτίβα από λαϊκές γκραβούρες της εποχής αλλά και τη δροσιά που εκπέμπει η ζωγραφική των παιδιών. 
Στενή, βαθιά και πρωτότυπη, στάθηκε η σύμπραξή τους στη γέννηση των   Εικονογραφιών του Εικοσιένα. Όλα τα κείμενα που υπάρχουν μαρτυρούν ότι ο Μακρυγιάννης έδωσε λεπτομερέστατες οδηγίες. Όμως αν η πλάστιγγα της τιμής για τη δημιουργία του έργου πρέπει από κάπου να γείρει, νομίζουμε ότι πρέπει σίγουρα να γείρει από τη μεριά του Παναγιώτη Ζωγράφου. Είδαμε ότι ο πρώτος που χρησιμοποιήθηκε γι’ αυτή τη δουλειά, ο «Φράγκος» όπως τον αναφέρει ο Μακρυγιάννης, μολονότι θα έλαβε τις ίδιες περίπου οδηγίες δεν μπόρεσε να φτάσει σε αποτελέσματα ικανοποιητικά ώσπου στο τέλος, διώχτηκε. Η κατανόηση δηλαδή των εμπνεύσεων του Μακρυγιάννη, φάνηκε γρήγορα ότι δεν ήταν τόσο ζήτημα παιδείας, όσο ζήτημα ψυχολογικού συνταυτισμού. Αυτός ο Σπαρτιάτης, πέρ’ από τα χρώματα και τις γνώσεις της αγιογραφίας, κουβαλούσε μέσα του κάτι άλλο: μια παράδοση, τη ζωντανή παράδοση του τόπου του. Είχε αγρυπνήσει με τους   ίδιους καημούς, είχε κοιμηθεί με τα ίδια όνειρα, τραγουδήσει με το ίδιο πάθος που τραγουδούσανε χρόνια τώρα όλοι οι γύρω του άνθρωποι. Και μέσα σ’ αυτά, μια ορισμένη αντίληψη για τη φύση και τη σχέση των πραγμάτων και των ανθρώπων, μια ειδική αισθαντικότητα, διαμορφώνονταν και ταξίδευε υποσυνείδητα ώσπου να φτάσει τη στιγμή των πραγματοποιήσεων.
  Πριν έρθει σε επαφή με τον άγνωστό μας Φράγκο και τον Παναγιώτη, ο Μακρυγιάννης είχε προετοιμάσει τη θεματογραφία πού έμελλε να εκφραστεί ζωγραφικά. Στα 1836 βρίσκεται σε υπηρεσία στη Δυτική Στερεά: «Αφού πήγα κι εγώ λαέ στην τετραρχία μου, παρατήρησα και όλες τις θέσεις που απόγιναν πόλεμοι, και σημάδεψα όλες αυτές τις θέσεις και όσες άλλες ήξερα», έκανε δηλαδή τοπογραφικά σχέδια πού θα χρησίμευαν ως βάση της εικονογραφίας. Την ίδια χρονιά και ύστερα από την αποτυχία της συνεργασίας του με τον ξένο ζωγράφο έρχεται σε επαφή με τον Παναγιώτη Ζωγράφο και του αναθέτει την εκτέλεση των εικόνων:
«Αφού έδιωξα αυτόν τον ζωγράφο, έστειλα και έφεραν από τη Σπάρτη έναν αγωνιστή, Παναγιώτη Ζωγράφο τον έλεγαν, έφερα αυτόν και μιλήσαμε και έφερε και δυό του παιδιά και τους είχα εις το σπίτι μου όταν εργάζονταν. Κι' αυτό άρχισε από τα 1836 και τελείωσε τα 1839». 
Η συμβολή του Μακρυγιάννη δεν περιορίζεται στην εκπόνηση τοπογραφικών σχεδίων όπου θα ήταν σημειωμένη και η διάταξη των στρατευμάτων, ούτε στην υπόδειξη τοπογραφικών αναλογιών με άλλα τοπία τα οποία επισκεπτόταν μαζί με το Ζωγράφο, ο Μακρυγιάννης υποβάλλει και επιβάλλει το όλο περιεχόμενο του πίνακα, τη «σκέψη» του έργου, την αλληγορία, τους συμβολισμούς. Σχετικά με τα σχέδια πού κρατούσε ό ίδιος υπάρχει μία ακόμα μαρτυρία του σαφέστερη από αυτή πού παραθέσαμε: «συμφωνώ την ιδίαν έποχήν δύο ζωγράφος προς τους οποίους παρίστανον σχεδιασμένην εις χαρτί εκάστην θέσιν». Για τον αγωνιστή Παναγιώτη Ζωγράφο δεν ξέρουμε τίποτε περισσότρο από ότι μας παραδίδει ό Μακρυγιάννης και από ό,τι μπορεί να συναχθεί από τις εικόνες που του αποδίδονται• ο ίδιος δεν υπογράφει καμιά απ' αυτές. Έρχεται από τη Λακωνία, τη Σπάρτη των Απομνημονευμάτων, μαζί με «δυο του παιδιά»: γιους ή παραγιούς…
[I.M.E.T. artem.gr]

Πέμπτη 22 Μαρτίου 2012

21 Μαρτίου, παγκόσμια ημέρα ποίησης


Ο ΖΩΓΡΑΦΟΣ ΚΑΙ ΠΟΙΗΤΗΣ ΝΙΚΟΣ ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ (1907-1985)
Γεννήθηκε στις 21 Οκτωβρίου του 1907 στην Αθήνα.
Ο πατέρας του Παναγιώτης ήταν Κωνσταντινοπολίτης και ασκούσε το επάγγελμα του εμπόρου. Από το 1923, σε ηλικία 12 ετών φοίτησε σε ένα  Λύκειο στο Παρίσι. Εκεί διδάχτηκε την κλασσική γαλλική ποίηση και την αγάπησε βαθιά. Το 1927 επέστρεψε στην Ελλάδα για να υπηρετήσει την θητεία του. Εργάστηκε αρχικά ως σχεδιαστής εξώφυλλων σε περιοδικά. Το έτος 1932 γράφτηκε στη σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας με δάσκαλο τον Κωνσταντίνο Παρθένη. Παράλληλα, μαζί με τον Γιάννη Τσαρούχη, φοιτούσε και στο καλλιτεχνικό εργαστήρι του Φώτη Κόντογλου. Στους δυο αυτούς δασκάλους του, ο Εγγονόπουλος αναφερόταν πάντα με θαυμασμό.
Σ. Χουλιάρα,
λάδι σε ξύλο,25Χ35 εκ
.
  Το 1939 οργάνωσε την πρώτη του έκθεση έργων   ζωγραφικής. Την ίδια εποχή  άρχισε να δημοσιεύει και τις πρώτες του ποιητικές συλλογές, που φέρουν επιδράσεις από το Σολωμό και τον Μπωντλαίρ. Ο ίδιος έλεγε: "Είμαι ζωγράφος το επάγγελμα και θεωρώ την ποίηση σαν ζήτημα εντελώς προσωπικό."
Την επόμενη χρονιά, βρέθηκε στην πρώτη γραμμή του Αλβανικού μετώπου. Συλλαμβάνεται από τους Γερμανούς, και αιχμάλωτος μεταφέρεται σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Δεν σταματά όμως να γράφει ποιήματα, με όποιον τρόπο μπορεί. Μετά το τέλος του πολέμου, απελευθερώνεται και επιστρέφει στην  Ελλάδα.
Ν.Γάδας,
ακρυλικό σε καμβά, 100X60 εκ.
 Ιδρύει συλλόγους, στους οποίους συμμετέχει ενεργά, χωρίς να σταματήσει ποτέ να ζωγραφίζει ή να γράφει. Το 1967    γίνεται καθηγητής στο Ε. Μ. Πολυτεχνείο, στο ελεύθερο    σχέδιο. Από το 1967 μέχρι και τον Αύγουστο του 1973, οπότε και συνταξιοδοτείται,  επηρεάζει σημαντικά τη φοιτητική ζωή, μέσα και έξω από το Πολυτεχνείο. Στις 31 Οκτωβρίου 1985 θα αφήσει την τελευταία του πνοή στην Αθήνα.
  Βαθύτατα πνευματικός άνθρωπος ο Νίκος Εγγονόπουλος, δεν ήταν μόνο ένας ζωγράφος και ποιητής, αλλά και ένας αληθινός στοχαστής. Αντιμετώπισε και αρνητικές αντιδράσεις, που έφτασαν τα όρια του εμπαιγμού και της κατασυκοφάντησης, χωρίς ωστόσο να τον κλονίσουν. Παθιασμένος με τον υπερρεαλισμό, μας κληρονόμησε ένα διαχρονικό έργο αποκλειστικά δικής του έμπνευσης και τεχνικής.
Επιμέλεια Μιχάλης Δ. Κουτσουπιάς - Πηγή: The Phantom

Έλληνες Ζωγράφοι: Μανώλης Χάρος

E. Κιτσόπουλος,
ακρυλικό σε κόντρα πλακέ, 30Χ37εκ
Με συνεχή παρουσία στα εικαστικά δρώμενα από το 1978 μέχρι σήμερα, είναι από τους πιο χαρακτηριστικούς ζωγράφους της γενιάς του. Χρησιμοποιεί διάφορα μέσα και υλικά με άνεση. Με μια γραφή ενίοτε πιο αφαιρετική, αλλά πάντα γνώριμη και ευαίσθητη και με μια τολμηρή και ποιητική χρήση του χρώματος. Γεννήθηκε στα Κύθηρα το 1960. 
Σπούδασε το 1978 στο Παρίσι στην Ecole Nationale Supérieure des Beaux Arts. Το 1982 έκανε μεταπτυχιακό στην Ecole Nationale Supérieure   des Arts Décoratifs πάνω στην επικοινωνία της εικόνας (Visual communication). 
Φ.Κάππας,
ακρυλικό σε κόντρα πλακέ, 20χ25εκ.
  Έχει τιμηθεί με το γαλλικό εθνικό βραβείο Prix des Fondations στον τομέα της λιθογραφίας, ενώ το γαλλικό κράτος αγόρασε έργα του. Το 1998 του απονεμήθηκε το Βραβείο Ακαδημίας Αθηνών για ζωγράφο κάτω των 40 ετών. Το 1999 εκτέθηκαν στο Πανεπιστήμιο Princeton των ΗΠΑ σχέδιά του για το βιβλίο του Ανδρέα Κάλβου «Ωδές».  
  Το 2000-01 εργάστηκε ως Επισκέπτης Καλλιτέχνης στο Πανεπιστήμιο Princeton των ΗΠΑ. Εκεί ξεκίνησε την έρευνά του για τους Μύθους του Αισώπου, που ήταν το θέμα της τελευταίας του έκθεσης στο Μουσείο Μπενάκη. 
Oρ.Κος,
λάδι σε μουσαμά, 18Χ23 εκ
Έργα του   βρίσκονται   σε δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές στην Ελλάδα και σε πολλές χώρες του εξωτερικού. 
Αυτήν την περίοδο μπορεί να δει κανείς έργα του στη γκαλερί Ζουμπουλάκη, όπου παρουσιάζει την έκθεσή του με τίτλο «Η Ακρόπολη, ο Μοναχός και μερικά καινούρια έργα». 
[Επιμέλεια: Βικτωρία Κουτσουπιά - Ι.Μ.Ε.Τ. artem.gr]

Τετάρτη 14 Μαρτίου 2012

Μοντέρνα Τέχνη


E. Κιτσόπουλος,
ακρυλικό σε κόντρα πλακέ,
40Χ50εκ. 
Με τον όρο Μοντέρνα τέχνη αναφερόμαστε κυρίως στην καλλιτεχνική στροφή που παρατηρήθηκε από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι το δεύτερο μισό του 20 ου αιώνα. Η έκφραση  σύγχρονη τέχνη,  δηλώνει συνήθως  την πλέον πρόσφατη καλλιτεχνική παραγωγή. Η Μοντέρνα τέχνη χαρακτηρίζεται από μια νέα προσέγγιση στην οποία δεν  έχει πρωτεύουσα σημασία η ακριβής αναπαράσταση των αντικειμένων αλλά  ο πειραματισμός με νέους και πρωτότυπους τρόπους απεικόνισης τους, συχνά αποδομώντας το αντικείμενο ή προβάλλοντάς το αφαιρετικά. Η έννοια της μοντέρνας τέχνης ταυτίζεται συχνά και με τον όρο Μοντερνισμός.

Η Μοντέρνα τέχνη ξεκίνησε ως ένα καλλιτεχνικό κίνημα της Δύσης, ειδικότερα στο χώρο της ζωγραφικής και κατόπιν στη γλυπτική και την αρχιτεκτονική. 
Ε. Νώε,
σινική μελάνη σε χαρτί,
18Χ23 εκ.
 
Στα τέλη του 19ου αιώνα, η επικρατούσα αντίληψη για την τέχνη ήταν πως θα έπρεπε να είναι ακριβής στην απεικόνιση των αντικειμένων της και να στοχεύει στην έκφραση του ιδανικού. Οι τάσεις της μοντέρνας τέχνης δεν στόχευαν απαραίτητα σε κάποιου είδους πρωτοπορία ή πρόοδο της τέχνης. 
Ανάμεσα στα κινήματα μοντέρνας τέχνης που άνθισαν στις αρχές του 20ου αιώνα ήταν ο Φωβισμός, ο Κυβισμός, ο Εξπρεσιονισμός και ο Φουτουρισμός. Ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος έθεσε ένα τέλος σε αυτά τα καλλιτεχνικά ρεύματα, οδήγησε ωστόσο παράλληλα στη δημιουργία αρκετών νεότερων κινημάτων (ή αντι-κινημάτων), όπως ο Ντανταϊσμός και ο Υπερρεαλισμός. Άλλα ρεύματα όπως το Μπαουχάους (Bauhaus) ή το κίνημα του Νεοπλαστικισμού (κίνημα de Stijl) βοήθησαν επίσης σημαντικά στον ερχομό νέων ιδεών στην τέχνη και ειδικότερα σε ότι αφορά τη σύνδεση της με την αρχιτεκτονική και το σχέδιο.
Ο. Κουτσουπιάς,
ακρυλικό σε ξύλο,
50Χ50 εκ.
 
Η μοντέρνα τέχνη παρουσιάστηκε και στην Αμερική κατά τη διάρκεια του Α' παγκοσμίου πολέμου, όταν ένας σημαντικός αριθμός καλλιτεχνών αναγκάστηκε να βρει καταφύγιο στις Η.Π.Α. 
Ο Φράνσις Πικαμπιά είχε ιδιαίτερα σημαντική συνεισφορά στην είσοδο της μοντέρνας τέχνης στη Νέα Υόρκη. Μετά και τον Β' παγκόσμιο πόλεμο η Αμερική έγινε το επίκεντρο της μοντέρνας τέχνης και ο τόπος όπου αναπτύχθηκαν πολλές νέες τάσεις, όπως χαρακτηριστικά ο Αφηρημένος Εξπρεσιονισμός και η Ποπ Αρτ (Pop Art) στις δεκαετίες 50', 60' αντίστοιχα καθώς και ο Φωτορεαλισμός στη δεκαετία του '70. Αυτή η περίοδος συνδέεται και με την αποκαλούμενη μετα-μοντέρνα τέχνη.
[I.M.E.T.  artem.gr]

Παρασκευή 9 Μαρτίου 2012

Θεόφιλος, o μεγάλος λαϊκός ζωγράφος



Ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ, ο γνησιότερος εκπρόσωπος της ελληνικής λαϊκής ζωγραφικής, γεννήθηκε στη Μυτιλήνη γύρω στο 1870. Ως ο μεγαλύτερος από οχτώ αδέλφια, θα έπρεπε να ακολουθήσει το επάγγελμα του σοβατζή για να στηρίξει οικονομικά την οικογένειά του,  το πάθος του όμως για τη ζωγραφική τελικά κυριάρχησε.
Εργάστηκε για ένα μικρό διάστημα ως θυρωρός στο ελληνικό προξενείο της Σμύρνης, ενώ παράλληλα ζωγράφιζε. Έφυγε στην Ελλάδα με σκοπό να καταταγεί στον πόλεμο του 1897, αλλά δεν πρόλαβε. Έμεινε στη Μαγνησία, ζωγραφίζοντας σε σπίτια, καφενεία, μαγαζιά, με αμοιβή ένα πιάτο φαγητό. «Κυριευμένος από το πάθος της έκφρασης, απορροφά και παράγει ζωγραφική, όπου τη βρει και όπως μπορεί», σημειώνει ο Σεφέρης. Στις εθνικές γιορτές και στην περίοδο της Αποκριάς διοργάνωνε θεατρικές παραστάσεις, όπου πρωταγωνιστούσε ο ίδιος ως Μεγαλέξανδρος ή ως ήρωας της ελληνικής επανάστασης, ενώ τη «μακεδονική φάλαγγα» αποτελούσαν παιδιά του σχολείου, που τα έντυνε ανάλογα.
Το 1927 επέστρεψε στην πατρίδα του. Αφορμή της αναχώρησής του στάθηκε ένα περιστατικό σ’ ένα καφενείο, όπου τον έριξαν από τη σκάλα που ήταν ανεβασμένος και ζωγράφιζε.  Στη Μυτιλήνη γνωρίστηκε με τον τεχνοκριτικό Στρατή Ελευθεριάδη, μια γνωριμία που συνετέλεσε  στην αναγνώριση της αξίας του έργου του, έστω και αργά.  Συνέχισε να ζωγραφίζει «ως το τέλος της ζωής του σε όποιαν επιφάνεια πετύχει: ξύλα, πανιά, τενεκέδες, παλιόχαρτα, τοίχους μαγαζιών ή σπιτιών. Αυτά του έδωσε ο Θεός και μ’ αυτά δημιούργησε ο μικρόσωμος αυτός άνθρωπος…» (Σεφέρης, Δοκιμές). Παρεξηγημένος και φτωχός πέρασε όλα σχεδόν τα χρόνια της ζωής του.  Πέθανε το 1934, σε ηλικία περίπου εξήντα πέντε ετών.
Όρ.κοs,
Ακρυλικό σε μουσαμά, 
50Χ80 εκ.
Δ. Βόλνας .
Ακρυλικό σε μουσαμά 18Χ24εκ.
Σε χωριά του Πηλίου, αλλά και μέσα στην πόλη του Βόλου, σώζονται κάποιες από τις ανεπανάληπτες ζωγραφιές του. Στην Ανακασιά, στον Ανω Βόλο, ένα ολόκληρο σπίτι  ζωγραφισμένο με έργα του, λειτουργεί ως Μουσείο Θεόφιλου. Αλλά και στη Μυτιλήνη υπάρχει Μουσείο Θεόφιλου, όπου έχουν συγκεντρωθεί έργα του, καθώς και  βιβλία που έχουν γραφτεί για τη ζωή και τη ζωγραφική του.
Τα θέματά του κινούνται γύρω από δύο βασικούς άξονες: την ιστορία και τις παραδόσεις του λαού μας. Με ζεστούς και απαλούς χρωματικούς τόνους, με πρωτοτυπία που παραβαίνει τους κανόνες της ακαδημαϊκής ζωγραφικής, εκφράζει  πρόσωπα, γεγονότα, τοπία, όπως τα αντιλαμβάνεται η ελληνική λαϊκή του συνείδηση.
Επιμέλεια: Μαρία Ωραιοζήλη Κουτσουπιά για το Ι.Μ.Ε.Τ. artem.gr

Δευτέρα 5 Μαρτίου 2012

Έλληνες Ζωγράφοι: Γιώργος Πέρρος (1944-2011)



Ένας χρόνος πέρασε από το θάνατο του …
Ο Γιώργος Πέρρος ίπταται πάνω από τους Πύργους και τον Αύλωνα



Ένα χρόνο πριν, το απόγευμα της 6ης του Μάρτη  του 2011,  είχε βρεθεί  νεκρός στο σπίτι του, στη Μυτιλήνη, ο γνωστός ζωγράφος Γιώργος Πέρρος.   «Έφυγε» στη διάρκεια του ύπνου του, εξαιτίας σοβαρού καρδιολογικού προβλήματος, που αντιμετώπιζε». 
Ο Γιώργος Πέρρος γεννήθηκε στον Σκόπελο της Γέρας το 1944. Εμφανίστηκε στον χώρο της ζωγραφικής το 1978, ύστερα από σπουδές του στη Σχολή Καλών Τεχνών.
Η δημοσιογράφος Ντόρα Πολίτη, σ’ ένα αφιέρωμά της σημειώνει: «Θα μου λείψει η παρουσία του στις μέρες του Μαγιού που έρχονται, γιατί με έπαιρνε στο σαραβαλάκι του, που το λάτρευε, και με πήγαινε στα χωράφια της Γέρας για λαλέδες και σπορδούκλια, για ψυχανεμίσματα και ψυχοζωγραφιές. Φέτος το Μάη, θα πάω εγώ στο μνήμα του με τα λουλούδια της γεραγώτικης γης, και τα χαιρετίσματα της λεσβιακής πατρίδας που αγάπαγε και που κατακεραύνωνε στα ξεσπάσματά του. Που αυτή τον λάτρευε και ευτυχώς εκείνος το ήξερε...»
Από το «ΑΛΦΑΒΗΤΑΡΙΟ»
κι ένα προφητικό βίντεο - αφιέρωμα από το τοπικό κανάλι...εδώ
[Ι.Μ.Ε.Τ. artem.gr]  






Πέμπτη 1 Μαρτίου 2012

Ελληνορουμανικός καλλιτεχνικός διάλογος

Η Melenia Art Gallery, η πρώτη ελληνική γκαλερί στο Βουκουρέστι, φιλοξενεί μια πρωτότυπη ομαδική έκθεση με τον τίτλο «Greek-Romanian Art Dialogue»। Πρόκειται για την παρουσίαση έργων Ελλήνων και Ρουμάνων καλλιτεχνών, στα πλαίσια ενός πολιτιστικού διαλόγου μεταξύ των δύο κρατών. Κριτήρια για την επιλογή των συγκεκριμένων έργων, που είναι πρόσφατες δημιουργίες, στάθηκαν το ταλέντο, η έμπνευση, η πρωτοποριακή έκφραση και η μοναδικότητα της αισθητικής. Έλληνες και Ρουμάνοι, αξιοποιούν τη ζωγραφική, το σχέδιο, το κολάζ, τη γλυπτική και δημιουργούν συνθέσεις, εικόνες και παραστάσεις σύγχρονης τέχνης. Συμμετέχουν οι Nikos Koulakiotis, Gabriil Andronikidis, Christos Mitas, Maia Oprea, Marius Ovidiu Burhan, Laurentiu Midvichi, Mircea Nechita, Daniel Cracium, Mirela Lordache। Η έκθεση θα διαρκέσει μέχρι τέλος Μαρτίου 2012.
[Επιμέλεια: Αντώνης Δ. Κουτσουπιάς για το Ι.Μ.Ε.Τ. artem.gr]