Τον Γιάννη Κουνέλη δεν δέχτηκε ποτέ η Σχολή Καλών Τεχνών και τον Δημήτρη
Μυταρά τον διέγραψε η Ακαδημία Αθηνών. Κι οι οι δυο μεγαλούργησαν.
Τι κι αν ήταν κοινό μυστικό τα τεράστια προβλήματα που αντιμετώπιζε με την όρασή του όπως επίσης και το ότι η κατάσταση της υγείας του είχε επιδεινωθεί τα τελευταία χρόνια; Η είδηση της απώλειας του κορυφαίου σύγχρονου ζωγράφου Δημήτρηεν αιθρία χθες βράδυ - ίσως διότι τέτοιες μορφές θέλει να νιώθει κανείς ότι έχουν πάρει «εισιτήριο» για την αιωνιότητα. Κι αν αυτό συνέβη με τον Δημήτρη Μυταρά, η περίπτωση της απώλειας του Γιάννη Κουνέλη - καθώς υπήρξε το πρώτο μούδιασμα - που κυκλοφόρησε λίγη ώρα αργότερα έμοιαζε, το λιγότερο, με κακόγουστο αστείο. Κι όμως, στα δημοσιεύματα ιταλικών μέσων ενημέρωσης δεν χωρούσε αμφισβήτηση: Το ίδιο βράδυ θα μετρούσε δυο απώλειες: Τόσο του δασκάλου κι ΄Ελληνα θρύλου του εξπρεσιονισμού, Δημήτρη Μυταρά, όσο και του σπουδαίου διεθνή καλλιτέχνη, Γιάννη Κουνέλη, για τον οποίο είχε γραφτεί, μεταξύ άλλων, ένα αφιέρωμα στου New York Times (Οκτώβριος 2016) με τίτλο: «Η πνευματικότητα του Γιάννη Κουνέλη». («The spirituality of Jannis Kounellis»).
Γιάννης Κουνέλης: Η Ελλάδα είναι μεγάλη έλξη. Ίσως και μια πληγή
«Ο πρώτος στον οποίο άρχισα να χρωστάω είναι ο Βαν Γκογκ και δεν τον έχω ξεπληρώσει ακόμα», ανέφερε σε μια κουβέντα του στο Παρίσι της δεκαετίας του '80 ο Γιάννης Κουνέλης. Πράγματι, στην εφηβική του ηλικία (τότε που η οικογένειά του μετακόμισε από την Καστέλλα στον Κορυδαλλό), ο παιδικός του φίλος και μετέπειτα αρχαιολόγος, Γιάννης Σακελλαράκης, τον θυμόταν να κάνει ατελείωτες συζητήσεις για τον Βαν Γκογκ. «Τον δαιμόνιζε η μοναχικότητα και το αγωνιώδες του ζωγράφου». Τη μεγάλη αγάπη του για την τέχνη είχαν αγνοήσει οι μεγάλοι της Ανώτατης Σχολής Καλών Τεχνών που, παρά τις προσπάθειές του, δεν τον δέχτηκαν ποτέ στη σχολή. Λίγο αργότερα αφήνει την Ελλάδα κι εγκαθίσταται στη Ρώμη με την πρώτη του γυναίκα, Εφη. Ορκίζεται να μη μιλήσει ελληνικά. Θα κάνει να ξαναδεί την Ελλάδα 20 χρόνια όταν η σχέση του μαζί της θα έχει «γλυκάνει». Από την πρώτη του κιόλας έκθεση στην Galleria della Tartagura της Ρώμης σε ηλικία 24 ετών, ο Κουνέλης θα μπει δυναμικά στο ρεύμα της ιταλικής τέχνης κάτι σπάνιο να συμβεί στα εικαστικά πράγματα της χώρας. Ακολουθεί μια μεγάλη πορεία: Από τις πρωτεύουσες και τα σημαντικότερα κέντρα τέχνης της Ευρώπης ως το Σικάγο και τη Μόσχα.
Από τις αρχές του 1960 ο Κουνέλης κάνει δυναμική εμφάνιση στο χώρο της σύγχρονης τέχνης και καταγράφεται ως ο πατριάρχης της Arte Povera χρησιμοποιώντας υλικά όπως σίδερο, κάρβουνο, φωτιά, ξύλο, πέτρα κ.ά. κι αναδεικνύοντας μέσα από τις επίτοιχες κατασκευές και εγκαταστάσεις του την πρωτογενή ποιητική φύση των πραγμάτων και το πολιτικό-πολιτισμικό τους βάθος.
Κι η αντίληψη του Κουνέλη για το θέατρο θα αναπτυχθεί με δυναμικές συνεργασίες με σπουδαίους σκηνοθέτες του θεάτρου και της όπερας όπως ο Κάρλο Κουαρτούτσι, ο Θόδωρος Τερζόπουλος, ο Χάινερ Μίλερ κ.α.
«Εχει χιούμορ κι αυτοσαρκασμό. Αντιλαμβάνεται τις λεπτομέρειες σε κλάσματα δευτερολέπτου. Είναι επίσης γενναιόδωρος, Δεν τον απασχολούν μικροπράγματα. Δεν θα νοιαστεί αν κάποιος κλέβει τις ιδέες του ή τον μιμείται. Εχει μια σιγουριά για τη δουλειά του κι αισθάνεται ελεύθερος. Είναι τρυφερός και προσιτός. Μπορεί, όμως, να γίνει απαιτητικός και σκληρός», είχαν πει δικοί του άνθρωποι στον Γιώργο Καρουζάκη και το www.karouzo.com
Τι ήταν γι αυτόν η Ελλάδα; Είχε απαντήσει στο Βήμα:
«Είναι μεγάλη έλξη. Ίσως και μια πληγή, με κατάληξη όμως θετική. Στην Ελλάδα, όταν ήμουν μικρός, είδα και τρομακτικά πράγματα που δεν εμπνέουν έναν νέο. Τον πόλεμο, τον Εμφύλιο… Η Ελλάδα μου έδωσε τον φόβο. Εγώ, όμως, τον εκμεταλλεύομαι τον φόβο. Την αξία του. Ο φόβος είναι σαν τον πηλό. Και πρέπει να τον πλάσεις. Είναι η αρχή κάθε παραγωγικής ιδέας. Σου εντείνει τη διάθεση να τον μεταλλάξεις και στο τέλος μπορείς να φτιάξεις το καινούργιο. Και ίσως οι άλλοι έχουν ανάγκη από τον μεταπλασμένο φόβο, και μάλιστα δοσμένο από κάποιον που έχει φοβηθεί. Μήπως οι μαύρες εικόνες του Γκόγια δεν είναι ο πλασμένος φόβος που γίνεται γλώσσα και στη συνέχεια ελευθερία;».
Ο Γιάννης Κουνέλης πίστευε στους ανθρώπους και τους αγαπούσε πάρα πολύ, και αυτό ήταν το βασικό του κίνητρο, η βασική του φιλοσοφία. Θλιβόταν με όσα συμβαίνουν στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια. «Είμαι μακριά» δήλωνε. «Βλέπω το κακό που συμβαίνει εκεί από την τηλεόραση. Και αυτό με πικραίνει»....
Δημήτρης Μυταράς: Ο δάσκαλος και η κληρονομιά του
Ο χαρισματικός δημιουργός και παθιασμένος δάσκαλος που γνώρισε φήμη και καταξίωση στον οποίο έμελλε να «αναμετρηθεί» τα τελευταία χρόνια της ζωής του με σοβαρά προβλήματα στην όραση, σπούδασε ζωγραφική στη Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών (1953-1958) έχοντας καθηγητές τον Γιάννη Μόραλη και τον Σπύρο Παπαλουκά.
Από το Παρίσι που πήγε στη συνέχεια για να σπουδάσει σκηνογραφία καθώς και εσωτερική διακόσμηση με υποτροφία του ΙΚΥ «γεννήθηκαν» οι τοιχογραφίες στο Astir Palace της Βουλιαγμένης αλλά και τα σκηνικά πολλών παραστάσεων έργων κλασσικών και άλλων δραματουργών.
Διετέλεσε καθηγητής της ΑΣΚΤ από το 1975 και πρύτανης από το 1982 έως το 1985, όπου εκπαίδευσε μεγάλο αριθμό σπουδαστών και συνεργάστηκε με καλλιτέχνες οι οποίοι και διοργάνωσαν τιμητική έκθεση στην καλλιτεχνική του πορεία το 2015, στο Μουσείο Μπενάκη.
Λίγο μετά την εκλογή του στην Ακαδημία Αθηνών άρχισε να γίνεται γνωστό ότι ο μεγάλος ζωγράφος υπέφερε από μια σοβαρή οπτική νευροπάθεια και τελικώς του στέρησε την πολυτιμότερη των αισθήσεων για έναν ζωγράφο, την όραση. «Βλέπω μια κηλίδα», τον θυμάται να λέει ο ιστορικός τέχνης, Τάκης Μαυρωτάς (με τον οποίο συνεργάστηκε σε εκθέσεις) όταν ερχόταν κάποιος να τον επισκεφθεί. Λόγω του προβλήματος υγείας που αντιμετώπιζε δεν μπορούσε να παρακολουθεί τις συνεδριάσεις της Ακαδημίας με αποτέλεσμα να διαγραφεί, κάτι που τον πίκρανε ιδιαίτερα και δεν δίστασε να μιλήσει γι' αυτό δημοσίως καυτηριάζοντας τη συγκεκριμένη επιλογή της Ακαδημίας.
Το έργο του Δημήτρη Μυταρά παρουσιάστηκε σε πολλές ατομικές και ομαδικές εκθέσεις, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Βραβεύτηκε για τη συμμετοχή του στην Έκθεση Νέων Ζωγράφων (Ζυγός, 1958) και στην Πανελλαδική Έκθεση Νέων (1961). Σε όλη του τη δημιουργία, η έμφαση στις εικαστικές ποιότητες φανερώνει τη βαθύτερη σχέση του με τις παραδοσιακές αξίες της ζωγραφικής.
«Καλύτερα να φωνάζεις παρά να ζωγραφίζεις» είχε πει, για να προσθέσει: «Βέβαια ο Γκόγια ήταν διαμαρτυρόμενος καλλιτέχνης. Αλλά ο Γκόγια δεν πέρασε για το μήνυμα, το μήνυμα χάθηκε, πέρασε για τη ζωγραφική του, επειδή ήταν καλός ζωγράφος. Υπήρχαν και άλλοι με μηνύματα αλλά η τέχνη τους ήταν λίγη».
Ο μεγάλος ζωγράφος αφήνει παρακαταθήκη το Εργαστήρι Τέχνης του οποίου κινητήριος δύναμη είναι η σύντροφός του Χαρίκλεια Μυταρά στη γενέτειρά του, την αγαπημένη του Χαλκίδα.
[thetoc]