Ο Αλέξης Ακριθάκης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1939. Η μητέρα του, Ρενέ Στάντζου, βαυαρή, ήταν η ιδιοκτήτρια οίκου ραπτικής. Ο πατέρας του Αντώνης ήταν πρόσφυγας. Παιδί δημιουργικό ο Αλέξης, αλλά ατίθασο, αδυνατούσε να προσαρμοστεί στους κανόνες της σχολικής πειθαρχίας. Γνωρίζοντας όμως πνευματικούς ανθρώπους σαν τον Σαχτούρη, τον Εμπειρίκο, τον Ταχτσή, τον Μακρή, μεταμορφώθηκε σε ιδιαίτερα δεκτικό μαθητή που ανακάλυπτε την παραμελημένη κλίση του: Τα σχέδια με μολύβι και έντονα χρώματα. Ρομαντικός, αντισυμβατικός, με μια εγγενή διάθεση για περιπέτεια και μια συγκινητική παιδικότητα, καταιγιστικός και ονειροπόλος, παρορμητικός και επίμονος αναζητητής εμπειριών, πίστεψε από πολύ νωρίς ότι η ζωγραφική δεν είναι γνώση, αλλά παρατήρηση της ζωής. «Από πολύ μικρός είχα το ψώνιο της ζωγραφικής. Ημουνα σίγουρος πως μία μέρα θα γινόμουνα ζωγράφος. ‘Οπως άλλα παιδιά φτιάχνουν ιστορίες με λέξεις, εγώ έφτιαχνα ιστορίες με εικόνες. Ευτυχώς, το ένστικτό μου δε λάθεψε...».
Στο Παρίσι πήγε το 1957, αλλά η εγγραφή στην Ακαδημία της Γκραν Σομιέρ ήταν μάλλον τυπική. Περισσότερο τον ενδιέφερε να «συλλαβίσει» την τέχνη μέσα από τη ζωή.
Επέστρεψε στην Αθήνα το 1961 για να παρουσιαστεί στον στρατό. Το 1963, παντρεύτηκε την παιδική του φίλη Γιάννα Κυριαζή και έκανε την πρώτη του ατομική έκθεση στη Θεσσαλονίκη. Ο γάμος σύντομα διαλύθηκε, αλλά η έκθεση γνώρισε επιτυχία. Δύο χρόνια μετά εκθέτει για πρώτη φορά τη δουλειά του στην Αθήνα.
Το 1967, έπειτα από πρόσκληση του Ευρωπαϊκού Κέντρου πηγαίνει στο Βερολίνο και παρουσιάζει έργα του με πρωτοφανή επιτυχία. Η αποδοχή της δουλειάς του συμπίπτει χρονικά με τη γνωριμία της γυναίκας του Φώφης. Παράλληλα, κερδίζει την υποτροφία της Γερμανικής Υπηρεσίας Ακαδημαϊκών Ανταλλαγών και εγκαθίσταται οικογενειακώς στο Βερολίνο μέχρι το 1984.
Πραγματοποιεί ατομικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό (Βερολίνο, Αμβούργο, Μόναχο, Τορίνο, Γενεύη), ενώ συμμετέχει σε σημαντικές ομαδικές παρουσιάσεις στην Ευρώπη.
Λουλούδια, πουλιά, βαλίτσες, καρδιές, βέλη, ρόδες και σημαίες συναποτελούν το μαγικό ποιητικό σύμπαν του Ακριθάκη, με φωτεινά χρώματα που αποθεώνουν την ιδέα της ζωής, ενώ υποκρύπτουν τη βαθιά και αναπόδραστη -όπως θα αποδεικνυόταν- μελαγχολία του. Εισέρχεται στον κόσμο των ναρκωτικών, ολοταχώς και χωρίς ενδοιασμούς -όπως άλλωστε συνήθιζε να κάνει με ο,τιδήποτε: Η αντίστροφη μέτρηση είχε αρχίσει.
Το 1984 ξαναγυρνά στην Ελλάδα. Προσπαθεί να απέχει από τις εξαρτήσεις και το αλκοόλ, ενώ συνεχίζει να δουλεύει. Δημιουργεί έναν πολύχρωμο μικρόκοσμο γεμάτο από αρχετυπικά σύμβολα και εικόνες παρμένες από προσωπικές εμπειρίες. Διοργανώνει εκθέσεις, παρά τα νοσοκομεία και τις αλλεπάλληλες κρίσεις. Η επιδείνωση της υγείας του βέβαια μείωσε την εικαστική παραγωγή του, η οποία περιορίστηκε σε μεγεθύνσεις λεπτομερειών παλαιότερων έργων του, σε φιγούρες τροφίμων του Δρομοκαΐτειου ψυχιατρείου και σε μια σειρά με θέμα τα λουλούδια, την οποία αφιέρωνε «στους αυτόχειρες φίλους του».
Πέθανε στις 19 Σεπτεμβρίου 1994. Το 2003 στο Βερολίνο, στη Neue Nationalgalerie, παρουσιάστηκαν έργα του αντικριστά με του Πικάσο, ως μια «ξεχωριστή μορφή του ύστερου μοντερνισμού στην Ευρώπη». Ο ίδιος είχε αποφανθεί, προφανώς περιαυτολογώντας: «Η μόνη τροφή της τέχνης είναι η ίδια η ζωή».
[Επιμέλεια: Αντώνης Δ. Κουτσουπιάς, Δ/ντης Ι.Μ.Ε.Τ. artem.gr]