Οι εκβιασμοί, οι απειλές κατά της σωματικής ακεραιότητας ή και προσχεδιασμένα τροχαία δεν είναι καταστάσεις που συνδέει κάποιος εύκολα με τον κόσμο της ζωγραφικής.
|
Το φερόμενο ως έργο του Γαλάνη «Η κυρία στα λευκά», που αποσύρθηκε από τη δημοπρασία των Bonhams |
Κι όμως! Ο λαμπερός κόσμος της τέχνης στην Ελλάδα έχει μια σκοτεινή, μαφιόζικη διάσταση, που θα ζήλευαν αρκετοί συγγραφείς αστυνομικής λογοτεχνίας.
Αναφερόμαστε στο περίφημο κύκλωμα διακίνησης πλαστών έργων τέχνης που γνώριζε και γνωρίζει μεγάλες δόξες στη χώρα. Τις συνέπειες της δράσης του έχουν υποστεί κατά καιρούς ζωγράφοι, γκαλερίστες, οίκοι δημοπρασιών, κληρονόμοι καλλιτεχνών, διευθυντές μουσείων, συλλέκτες και φιλότεχνοι. Πρόκειται για θρασύτατα κυκλώματα που δρούν μάλλον ανενόχλητα και τροφοδοτούν, διαρκώς, την αγορά με αντίγραφα έργων των κορυφαίων Ελλήνων ζωγράφων. Οι επιλογές τους έχουν μια εντυπωσιακή ευρύτητα. Ξεκινούν συνήθως από ζωγράφους του 19ου αιώνα και φτάνουν στους νεότερους. Στις προτιμήσεις τους περιλαμβάνονται πίνακες των Γύζη, Ιακωβίδη, Μαλέα, Βολανάκη, Παρθένη, Παπαλουκά, Θεόφιλου, Μπουζιάνη, Γκίκα και φυσικά έργα των πλέον πλαστογραφημένων Ελλήνων ζωγράφων: Σπύρου Βασιλείου, Γιάννη Τσαρούχη, Γιάννη Μόραλη, Αλέκου Φασιανού κ.ά.
Η ιστορία των πλαστών έργων τέχνης στην Ελλάδα ξεκινά, σύμφωνα με μαρτυρίες των ανθρώπων της τέχνης, την περίοδο της Κατοχής, όταν ακόμα και ταλαντούχοι ζωγράφοι έκαναν αντίγραφα έργων του 19ου αιώνα προκειμένου να επιβιώσουν. Η «βιομηχανία» του είδους άρχισε να εδραιώνεται μερικές δεκαετίας αργότερα, κυρίως τη δεκαετία του '80, όταν το ενδιαφέρον για την απόκτηση έργων τέχνης ζωήρεψε. Τότε ο αριθμός των φιλότεχνων άρχισε να αυξάνεται, καθώς η απόκτηση έργων τέχνης ήταν εχέγγυο κοινωνικής καταξίωσης.
Την αυξημένη ζήτηση έργων τέχνης εκμεταλλεύτηκαν οι πλαστογράφοι, οι οποίοι άρχισαν να τελειοποιούν τις μεθόδους τους και να δημιουργούν αντίγραφα όλο και πιο πιστά στα πρωτότυπα. Για να φτάσουμε στη σημερινή κατάσταση, με τους κληρονόμους των ζωγράφων και καμιά φορά τους ίδιους τους ζωγράφους να μην μπορούν να διακρίνουν αν το έργο που έχουν μπροστά τους είναι γνήσιο ή αντίγραφο.
Σύμφωνα με πληροφορίες, τα εργαστήρια των πλαστογράφων βρίσκονται σε όλη τη χώρα, κάποια στην Αθήνα, αλλά και στη βόρεια Ελλάδα, ενώ λέγεται ότι η βελτίωση της ποιότητας των αντιγράφων οφείλεται και στο γεγονός ότι οι πλαστογράφοι αξιοποίησαν τη δεξιότητα των ταλαντούχων αλλοδαπών ζωγράφων που κατέφθασαν στην Ελλάδα από τις χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ.
Οσοι έχουν πλησιάσει τα κυκλώματα πλαστογράφησης έργων τέχνης έχουν καταλάβει πολύ καλά τους κινδύνους που ελλοχεύουν σ' αυτά. Ενας κορυφαίος εκτιμητής έργων τέχνης, καθ' όλα αξιόπιστος, ο οποίος για ευνόητους λόγους θέλει να διατηρήσει την ανωνυμία του, μας λέει ότι υπήρξε στο παρελθόν θύμα στυγνού εκβιασμού.
«Με περίμενε κάποιος στις εφτά το πρωί έξω από το γραφείο μου, την ημέρα που θα έβλεπα κάποιο πλαστό, όπως αποδείχτηκε, έργο τέχνης. Και μου είπε: "Ή θα μου δώσεις τριάντα εκατομμύρια ή θα κλείσεις το στόμα σου. Κοίταξε τι θα πεις. Εχεις και παιδιά και... γίνονται και τροχαία"». Ορισμένοι άνθρωποι της τέχνης έχουν βρει για παρόμοιους λόγους τα αυτοκίνητα τους βανδαλισμένα και άλλοι έχουν απειληθεί ποικιλοτρόπως.
«Η κατάσταση θα ήταν διαφορετική αν υπήρχε κάποια πολύ ισχυρή κρατική αρχή, μια υπηρεσία κύρους, που θα μπορούσε να αποφαίνεται για τη γνησιότητα των έργων τέχνης», λέει η Δροσούλα Ελιοτ-Βασιλείου. Οι κληρονόμοι ορισμένων καλλιτεχνών, οι γκαλερί και τα μουσεία, που εκπροσωπούν τους καλλιτέχνες, μπορούν να πιστοποιήσουν, ύστερα από λεπτομερή έρευνα, τη γνησιότητα ενός έργου τέχνης. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο με την πλειονότητα των έργων που διακινούνται στην αγορά.
Ο ισχύων νόμος απαγορεύει στους ιστορικούς τέχνης της Εθνικής Πινακοθήκης να αποφαίνονται για τη γνησιότητα ενός έργου. Τους το επιτρέπουν μόνο για τις ανάγκες του Δημοσίου ή αν το διατάξει κάποια δημόσια αρχή. Ετσι, ελλείψει κάποιας αξιόπιστης αρχής πιστοποίησης, οι πλαστογράφοι δρουν ανεξέλεγκτα.
Ο διευθυντής του τμήματος συντήρησης έργων της Εθνικής Πινακοθήκης είναι υπέρ της δημιουργίας ενός θεσμικού οργάνου, το οποίο δεν θα πρέπει να έχει απαραιτήτως σχέση με την Εθνική Πινακοθήκη. «Δεν μπορούμε να κάνουμε τέτοιου είδους έρευνα σε ιδιώτες. Η Πινακοθήκη δεν έχει ούτε το χρόνο ούτε το προσωπικό. Και το κράτος δεν έχει τη δυνατότητα να πληρώνει υπερωρίες στους υπαλλήλους γι' αυτή την επιπλέον σοβαρή εργασία», προσθέτει. Στις προτάσεις, που έχουν συζητηθεί κατά καιρούς για την αντιμετώπιση του προβλήματος, είναι και η υιοθέτηση του γαλλικού μοντέλου με ορκωτούς εκτιμητές, διορισμένους από τον υπουργό Δικαιοσύνης και με επιτήρηση εισαγγελέα. *
Γιάννης Τσαρούχης
«Το έχει ζωγραφίσει καλύτερα από μένα αλλά δεν είναι δικό μου»
Ο Γιάννης Τσαρούχης ήταν ένας από τους καλλιτέχνες που είχε δει, όσο ζούσε, αρκετά αντίγραφα έργων του. Κάποτε κοιτάζοντας ένα από αυτά είπε με το γνωστό χιούμορ του: «Το έχει ζωγραφίσει καλύτερα από μένα, αλλά δεν είναι δικό μου». Ενδεικτικό της έκτασης του φαινομένου είναι ο εντοπισμός πλαστού έργου του Κωνσταντίνου Βολανάκη και μέσα στις συλλογές της Εθνικής Πινακοθήκης. Το ανακάλυψαν, σχεδόν τυχαία, πριν από μερικά χρόνια, οι υπεύθυνοι του τμήματος Συντήρησης του Ιδρύματος. «Ηταν ένα έργο που ήρθε για συντήρηση, το ξέραμε ως "Καλαφάτισμα". Απεικονίζει κάποιους εργάτες να βάφουν μια βάρκα», μας λέει ο διευθυντής Συντήρησης των έργων της Εθνικής Πινακοθήκης, Μιχάλης Δουλγερίδης. Και προσθέτει: «Διαπιστώσαμε ότι έμοιαζε με κάποιο θέμα του Βολανάκη. Στη λεπτομερή εξέταση αποκαλύφθηκε επίσης ότι η υπογραφή του ήταν μεταγενέστερη. Ανήκε στους πίνακες, που έφτασαν στην Πινακοθήκη μέσω της Συλλογής Κουτλίδη. Οταν το ανοίξαμε είδαμε έκπληκτοι ότι συνοδευόταν και από τη σημείωση "αντίγραφο Βολανάκη, το καλαφάτισμα βάρκας"».
Σπύρος Βασιλείου
Στην κορυφή της λίστας
Στην κορυφή της λίστας με τους πιο πλαστογραφημένους Ελληνες ζωγράφους βρίσκεται και ο Σπύρος Βασιλείου. Το πρώτο πλαστό έργο του το εντόπισε ο ίδιος όταν του το πήγαν για να πιστοποιήσει τη γνησιότητά του. Αργότερα άρχισαν να τον πλαστογραφούν συστηματικά. «Αντιγράφουν, συνήθως, τις "θάλασσες", "τα καραβάκια", "τις Αθήνες" ενώ επινοούν και καινούργια έργα, που αποτελούνται από ένα συνονθύλευμα όλων των παραπάνω θεμάτων. Σε ορισμένα καταλαβαίνεις από μακριά ότι είναι πλαστά, σε άλλα, όμως, χρειάζεται λεπτομερής εξέταση για να το διαπιστώσεις», λέει η κόρη του ζωγράφου Δροσούλα Ελιοτ-Βασιλείου. Η ίδια έχει δει δεκάδες πλαστά έργα του πατέρα της και ορισμένα να κρέμονται στους τοίχους κάποιων σπιτιών. «Είναι μερικοί που το ψάχνουν και θέλουν να έχουν γνήσια έργα και άλλοι που δεν ενδιαφέρονται αν το έργο που αγόρασαν σε τιμή ευκαιρίας, όπως λένε, είναι γνήσιο ή όχι», τονίζει. Και συμπληρώνει: «Υπάρχουν κυκλώματα που επινοούν ολόκληρες ιστορίες με πολύτιμες συλλογές έργων τέχνης, που άφησε κάποιος πεθαίνοντας σε ένα διαμέρισμα. Πηγαίνουν διάφορους αδαείς και τους ξεναγούν στη "συλλογή", λέγοντάς τους ότι πρόκειται για αυθεντικά έργα που μπορούν να αποκτήσουν σε πολύ καλή τιμή».
Αμφιλεγόμενα έργα σε μεγάλες δημοπρασίες
Τον Μάιο του 2009 αποσύρθηκαν από δημοπρασία του οίκου Bonhams στο Λονδίνο οι πίνακες «Η κυρία στα λευκά», που αποδιδόταν στον Δημήτρη Γαλάνη και η «Αποψη του λιμανιού της Μασσαλίας» με την υπογραφή του Παναγιώτη Τέτση. Η αμφισβήτηση της γνησιότητας του πρώτου έργου ενισχύθηκε από το γεγονός ότι ένας σχεδόν ίδιος πίνακας κρέμεται σε αίθουσα της μόνιμης συλλογής της Πινακοθήκης Tate Modern στο Λονδίνο. Είναι το έργο του Βρετανού καλλιτέχνη Μέρεντιθ Φράμπτον και έχει τίτλο «Marguerite Kelsey». Στη δεύτερη περίπτωση ο πίνακας αποσύρθηκε ύστερα από παρέμβαση του ίδιου του καλλιτέχνη, ο οποίος δήλωνε ότι δεν θα μπορούσε να ζωγραφίσει το λιμάνι της Μασσαλίας, αφού δεν το είχε επισκεφθεί ποτέ.
Η υπεύθυνη του οίκου Bonhams στην Ελλάδα Τερψιχόρη Αγγελοπούλου τόνισε σε επικοινωνία μας ότι το έργο «Η κυρία στα λευκά» με την υπογραφή του Δημήτρη Γαλάνη είχε αποσυρθεί για να εξεταστεί η αυθεντικότητά του. Στη συνέχεια πληροφορήθηκε ότι το ίδιο έργο πουλήθηκε τελικά από τον ιδιοκτήτη του.
«Εμείς είχαμε κάνει ό,τι έπρεπε να γίνει πριν το δημοπρατήσουμε. Το εξετάσαμε και είχαμε συμβουλευτεί ιστορικό τέχνης, που ειδικευόταν στον Γαλάνη, ο οποίος μας είχε επιβεβαιώσει τη γνησιότητά του. Μόλις ξεκίνησε η φασαρία με την αμφισβήτησή του, το αποσύραμε για να διερευνήσουμε την υπόθεση. Το έργο όμως δεν ανήκει σε μας», τονίζει.
Τα δικά μας ερωτήματα είναι μάλλον εύλογα: ο ιδιοκτήτης του έργου, που το μεταπώλησε τόσο γρήγορα, διερεύνησε τελικά την αυθεντικότητά του; Εκείνος που το αγόρασε, το αγόρασε ως έργο του Δ. Γαλάνη ή ως κάποιου άλλου, άγνωστου σε όλους ζωγράφου;
Η Τερψιχόρη Αγγελοπούλου επισημαίνει, τέλος, ότι σε κάθε δημοπρασία γίνονται οι απαραίτητοι έλεγχοι για τη γνησιότητα κάθε έργου. Αν όμως σε πέντε χρόνια από την πώληση ενός έργου αποδειχθεί η πλαστότητά του, ο οίκος δημοπρασιών είναι υποχρεωμένος από το νόμο να επιστρέψει τα χρήματα στον αγοραστή του. Τα πλαστά έργα που φτάνουν, πάντως, προς αξιολόγηση στους οίκους δημοπρασιών, είναι δεκάδες σύμφωνα με την ίδια. «Το 95% από αυτά καταλαβαίνεις σχεδόν αμέσως ότι είναι πλαστά και τα απορρίπτεις».
Αμφισβήτηση της γνησιότητας έργου τέχνης σε μεγάλη δημοπρασία συνδέεται και με το έργο του Κωνσταντίνου Παρθένη «Η Παναγία με το Χριστό», που αγόρασε το 2007 από τον οίκο Sothebys στο Λονδίνο ο εφοπλιστής Διαμαντής Διαμαντίδης. Η υπόθεση βρίσκεται στα δικαστήρια.
Γ.Καρουζακης [enet.gr]