Παναγιώτης Ζωγράφος
Λαϊκός ζωγράφος, απλός και ταπεινός, χωρίς ειδικές σπουδές στη ζωγραφική, ίσως να περνούσε απαρατήρητος και να έσβηνε μέσα στην ανωνυμία, αν δεν τον έβγαζε από αυτήν ο Μακρυγιάννης. Αγωνιστής και ο ίδιος της επανάστασης του 1821, ο Παναγιώτης Ζωγράφος, ήταν αυτός που απέδωσε ζωγραφικά τις αναμνήσεις του Στρατηγού.Βιογραφικές πληροφορίες για τον Παναγιώτη Ζωγράφο σπανίζουν. Μάλιστα, η νεότερη έρευνα έχει αποδείξει πως το όνομα του ζωγράφου ήταν Δημήτριος, με το οποίο και υπογράφει, ενώ ο Παναγιώτης, που από μνημονικό λάθος αναφέρει ο Μακρυγιάννης, λεγόταν ο ένας από τους γιους: «χειρ Δ. Ζωγράφου εκ Βορδωνίας της Λακεδεμονίας» ή «χειρ. Δ. Ζωγράφου εκ Βορδώνια της Λακεδαίμονος». Υποθέτουμε ότι πρόκειται για πατέρα και γιους από τη Βορδόνια, με ένα εργαστήρι συγκροτημένο στη βάση της οικογενειακής επιχείρησης.

Ο Μακρυγιάννης εννοούσε την ιστορία σαν χρέος απέναντι στις επερχόμενες γενιές. Θέλοντας να καταθέσει πώς ο ίδιος έζησε τον Αγώνα της Πατρίδας, αποφάσισε να εικονογραφήσει τις σπουδαιότερες φάσεις του. Την ιδέα αυτή, τη σκέφτηκε την άνοιξη του 1836, όταν μετέβη στην Δυτική Ρούμελη, προκειμένου να καταστείλει μια ανταρσία κατά του Όθωνα. Βλέποντας ξανά τα πεδία των μαχών όπου είχε πολεμήσει, ξύπνησαν μέσα του οι αναμνήσεις και έλαβε την απόφαση να τις ζωντανέψει σε ξύλο, εξιστορώντας τες σ’ έναν Ευρωπαίο ζωγράφο. «κι έρχοντας εδώ εις Αθήνα, πήρα ένα ζωγράφο Φράγκο και τον είχα να μου φκιάσει σε εικονογραφίες αυτούς τους πολέμους. Το εγχείρημα όμως σταμάτησε μετά τον τρίτο πίνακα. «Δεν γνώριζα τη γλώσσα του. Έφκιασε δύο τρεις, δεν ήταν καλές˙ τον πλέρωσα κι έφυγε.»

«Έστειλα και έφεραν από την Σπάρτη έναν αγωνιστή, Παναγιώτη Ζωγράφον τον έλεγαν˙ έφεραν αυτόν και μιλήσαμεν και συνφωνήσαμεν το κάθε κάδρον την τιμήν του˙ κι έστειλε κι ήφερε και δύο του παιδιά˙ και τους είχα εις το σπίτι μου όταν εργάζονταν. Κι αυτό άρχισε από τα 1836 και τέλειωσε τα 1839. Έπαιρνα τον Ζωγράφο και βγαίναμεν εις τους λόφους και τόλεγα…..Έτζι είναι εκείνη η θέση, έτζι εκείνη˙αυτός ο πόλεμος έτζι έγινε αρχηγός ήταν των Ελλήνων εκείνος, των Τούρκων εκείνος».
Αποτέλεσμα αυτής της συνεργασίας (έμπνευση-αναμνήσεις Μακρυγιάννη, εκτέλεση Ζωγράφου), ήταν είκοσι πέντε κάδρα βυζαντινής τεχνικής σε ξύλο διαστάσεων 0, 565 x 0,40, ζωγραφισμένα με αυγοτέμπερα. Ένα απ’ αυτά όμως, που παρουσίαζε τον Άρμανσμπεργκ να ξεριζώνει την καρδιά της Ελλάδας, το κατέστρεψαν οι φίλοι του για να τον προστατέψουν.

Σήμερα η σειρά του Όθωνα βρίσκεται στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη, ενώ από την πρωτότυπη σειρά που ο Μακρυγιάννης κράτησε για τον εαυτό του, σώζονται στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο 8 κομμάτια διαστάσεων 0,565 x0,40 μ., τα οποία δώρισε ο γιος του το 1927.
« Ότι η τύχη μας έχει τους Έλληνες πάντοτε ολίγους. Ότι αρχή και τέλος, παλαιόθε και ως τώρα, όλα τα θεριά πολεμούν να μας φάνε και δεν μπορούνε. Τρώνε από μας και μένει και μαγιά». (Απομνημονεύματα Μακρυγιάννη).



Στενή, βαθιά και πρωτότυπη, στάθηκε η σύμπραξή τους στη γέννηση των Εικονογραφιών του Εικοσιένα. Όλα τα κείμενα που υπάρχουν μαρτυρούν ότι ο Μακρυγιάννης έδωσε λεπτομερέστατες οδηγίες. Όμως αν η πλάστιγγα της τιμής για τη δημιουργία του έργου πρέπει από κάπου να γείρει, νομίζουμε ότι πρέπει σίγουρα να γείρει από τη μεριά του Παναγιώτη Ζωγράφου. Είδαμε ότι ο πρώτος που χρησιμοποιήθηκε γι’ αυτή τη δουλειά, ο «Φράγκος» όπως τον αναφέρει ο Μακρυγιάννης, μολονότι θα έλαβε τις ίδιες περίπου οδηγίες δεν μπόρεσε να φτάσει σε αποτελέσματα ικανοποιητικά ώσπου στο τέλος, διώχτηκε. Η κατανόηση δηλαδή των εμπνεύσεων του Μακρυγιάννη, φάνηκε γρήγορα ότι δεν ήταν τόσο ζήτημα παιδείας, όσο ζήτημα ψυχολογικού συνταυτισμού. Αυτός ο Σπαρτιάτης, πέρ’ από τα χρώματα και τις γνώσεις της αγιογραφίας, κουβαλούσε μέσα του κάτι άλλο: μια παράδοση, τη ζωντανή παράδοση του τόπου του. Είχε αγρυπνήσει με τους ίδιους καημούς, είχε κοιμηθεί με τα ίδια όνειρα, τραγουδήσει με το ίδιο πάθος που τραγουδούσανε χρόνια τώρα όλοι οι γύρω του άνθρωποι. Και μέσα σ’ αυτά, μια ορισμένη αντίληψη για τη φύση και τη σχέση των πραγμάτων και των ανθρώπων, μια ειδική αισθαντικότητα, διαμορφώνονταν και ταξίδευε υποσυνείδητα ώσπου να φτάσει τη στιγμή των πραγματοποιήσεων.
Πριν έρθει σε επαφή με τον άγνωστό μας Φράγκο και τον Παναγιώτη, ο Μακρυγιάννης είχε προετοιμάσει τη θεματογραφία πού έμελλε να εκφραστεί ζωγραφικά. Στα 1836 βρίσκεται σε υπηρεσία στη Δυτική Στερεά: «Αφού πήγα κι εγώ λαέ στην τετραρχία μου, παρατήρησα και όλες τις θέσεις που απόγιναν πόλεμοι, και σημάδεψα όλες αυτές τις θέσεις και όσες άλλες ήξερα», έκανε δηλαδή τοπογραφικά σχέδια πού θα χρησίμευαν ως βάση της εικονογραφίας. Την ίδια χρονιά και ύστερα από την αποτυχία της συνεργασίας του με τον ξένο ζωγράφο έρχεται σε επαφή με τον Παναγιώτη Ζωγράφο και του αναθέτει την εκτέλεση των εικόνων:
«Αφού έδιωξα αυτόν τον ζωγράφο, έστειλα και έφεραν από τη Σπάρτη έναν αγωνιστή, Παναγιώτη Ζωγράφο τον έλεγαν, έφερα αυτόν και μιλήσαμε και έφερε και δυό του παιδιά και τους είχα εις το σπίτι μου όταν εργάζονταν. Κι' αυτό άρχισε από τα 1836 και τελείωσε τα 1839».

[I.M.E.T. artem.gr]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου